Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀχλαγωγός

См. также в других словарях:

  • ὀχλαγωγός — mountebank masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλαγωγούς — ὀχλαγωγός mountebank masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀχλαγωγόν — ὀχλαγωγός mountebank masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οχλαγωγεύς — ὀχλαγωγεύς, ὁ (Α) ο οχλαγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχλαγωγός + κατάλ. εύς] …   Dictionary of Greek

  • οχλαγωγία — η (Α ὀχλαγωγία) [οχλαγωγός] θορυβώδης συνάθροιση πλήθους νεοελλ. 1. συγκέντρωση όχλου που γίνεται με θόρυβο και τείνει στη δημιουργία ταραχών 2. (κατ επέκτ.) θόρυβος που προέρχεται από δυνατές συγκεχυμένες φωνές, οχλοβοή, βαβυλωνία, χάβρα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • οχλαγωγικός — ή, ὁ (Α ὀχλαγωγικός, ή, όν) [οχλαγωγός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχλαγωγία, θορυβώδης 2. αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται από οχλαγωγία 3. δημαγωγικός, στασιαστικός αρχ. 1. αυτός που προσελκύει και παρασύρει τον λαό με σκοπό… …   Dictionary of Greek

  • οχλαγωγό — ο (Α ὀχλαγωγός) 1. αρχηγός, καθοδηγητής τού όχλου 2. αυτός που διεγείρει και συναθροίζει το πλήθος για τη δημιουργία ταραχών και εκτρόπων αρχ. αυτός που διεγείρει και προσελκύει τα πλήθη για να επιτύχει προσωπικά οφέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος +… …   Dictionary of Greek

  • οχλαγωγώ — (ΑΜ ὀχλαγωγῶ, έω) [οχλαγωγός] διεγείρω και προσελκύω τα πλήθη μσν. αρχ. προσπαθώ να αποκτήσω την εμπιστοσύνη τού πλήθους με άμεσο σκοπό την εκμετάλλευσή του για προσωπικά, κυρίως πολιτικά, οφέλη …   Dictionary of Greek

  • οχλαγώγιον — ὀχλαγώγιον, τὸ (Α) [οχλαγωγός] άτακτη συρροή πλήθους …   Dictionary of Greek

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ὀχλαγωγοῦ — ὀχλαγωγέω court the mob pres imperat mp 2nd sg (attic) ὀχλαγωγέω court the mob imperf ind mp 2nd sg (attic) ὀχλαγωγός mountebank masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»