-
1 οχλαγωγός
-
2 ὀχλαγωγός
-
3 ὀχλαγωγός
ὀχλᾰγωγ-ός, ὁ,A mountebank, charlatan, quack, J.Ap.2.1, Gal.14.180, Vett.Val.74.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀχλαγωγός
-
4 ὀχλαγωγός
ὀχλ-αγωγός, den großen Haufen, das Volk zusammenführend, zusammenrottend, das Volk um sich her versammelnd, um ihm ein Schauspiel zu geben, der Marktschreier -
5 ὀχλ-αγωγεύς
ὀχλ-αγωγεύς, ὁ, = ὀχλαγωγός (?).
-
6 ἀγείρω
ἀγείρω (entst. aus ἈΓΕΡΊΩ; von ἄγω leiten es VLL. her u. erkl. die einzelnen Formen gew. durch συναϑροίζω, auch συλλεγῆναι), aor. I. ἤγειρα, Xen. An. 3, 2, 13; pass. ἀγήγερμαι; ἀγηγέρατο Od. 24, 21; ἠγέρϑην, bei Hom. neben med. aor. II. ἀγερέσϑαι oder ἀγέρεσϑαι, Odyss. 2, 385, ἀγέροντο Il. 2, 94 u. part. sync. ἀγρόμενος z. B. 7, 134. Vgl. ἠγερέϑομαι unten. – Zusammen führen, herumgehend sammeln, u. zwar 1) gew. λαόν, das Volk zum Kampfe, Il. 11, 770. 9, 338. 11, 716. 16, 129 u. ähnlich 17, 222 ἐνϑάδ' ἀφ' ὑμετέρων πολίων ἤγειρα ἕκαστον, u. so nvch Loll. Bass. 4 (IX, 236), πόλις ἐν ὅπλοις ἠγέρϑη; – zur berathenden Versammlung, Od. 3, 140 μύϑου ἕνεκα, 2, 28. 41, u. im med. τοὶ δ' ἠγείροντο μάλ' ὦκα, sie sammelten sich, = ἠγέρϑησαν, Il. 2, 52 Od. 2, 8; ἤγερϑεν ὁμηγερέες τ' ἐγένοντο Il. 1, 57 u. a.; – ἀγείρεσϑαι ἐπὶ νῆα Od. 2, 385, ἀγέροντο ἐς ἀγορήν Il. 18, 245, ἀγηγέρατο Διὸς ἔνδον, beim Zeus, Il. 20, 13 (So auch Pind. P. 9, 54 ἐπὶ λαὸν ἀγείρας); – auch zur Flucht, Il. 2, 664; ἑτάρους, zur Seefahrt, 3, 47; ϑηρήτορας, 9, 544, zur Jagd. Vom Vieh, βόεσσιν ἀγρομένῃσι 2, 481, σύεσσιν Od. 14, 25. 16, 3. Auch in Prosa: συμμάχους Thuc. 2, 17; στόλον 1, 4; ἐρέτας 1, 31, wie Soph. O. C. 1308; στρατιάν Xen. An. 3, 2, 8 ( ἐμπό-ρους πλείους ἀγείρω Hier. 9, 9, heranziehen); Phalar. Ep. 51; Dionys. Hal. A. R. 11, 42; ἀπὸ συμ-μάχων στρατόν 5, 14 (wie Plut. Timol. 20); πολλὰς δυνάμεις 10, 9; στράτευμα Soph. El. 684; Appian. Mithr. 84 στρατιὰν ἀγείρων περιῄει, ein Heer werbend. – 2) übrtr., ἄψορρόν οἱ ϑυμὀς ἐνὶ στήϑεσσιν ἀγέρϑη Il. 4, 152, ἐς φρένα ϑυμὸς ἀγέρϑη Il. 22, 475 Od. 5, 458. 24, 349, wie νέον δ' ἐσαγείρετο ϑυ-μόν Il. 15, 240; vgl. πνεῠμ' ἄϑροισον Eur. Phoen. 858. – 3) herumgehend Gaben sammeln, Hom. πολλὰ χρήματα ἀν' Αἰγυπτίους Od. 14, 285, αἴϑοπα οἶνον δημόϑεν 19, 197, πύρνα κατὰ μνηστῆρας 17, 362, βίοτον καὶ χρυσόν 3, 301, u. absol. ἡμεῖς δ' αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεϑα 13, 14; Theocr. 14, 40 βίον ἄλλον, von der Futter sammelnden Schwalbe. So auch Theophr. bei Ael. V. H. 4, 20 vom Demokrit, περιῄει κρείττονα ἀγερμὸν ἀγείρων Μενελάου, mit Anspielung auf Hom. Hierauf beziehen sich die Erkl. E. M. v. πολιοὶ λύκοι; ὁ ἀποκτείνας λύκον ἀγείρει αὐτῷ τὰ πρὸς ταφήν, u. v. ἀγύρτης, wie Zon. u. Eust. ad Il. β., ἀγείρειν τὸ περιϊέναι καὶ περινοστεῖν ἐπὶ νίκῃ ἢ ἑτέρῳ τινὶ τοιούτῳ (σεμνύνειν setzt Suid. u. Bekk. Anecd. I. p. 331 hinzu, wo wohl σεμνυνόμενον mit Bernhardy zu lesen). Es wird nach Her. Vorgang ( δωτίνας ἐκ τῶν πολίων ἀγ. 1, 61, χρήματα 1, 12), der es sogar absolut braucht, σφὶ ἀγ. 4, 35 u. ἐν τῇ ἑορτῇ V. Hom. 33, u. Plat. Rep. II, 381 d ἱέρεια ἀγείρουσα Ινάχου παισίν, bes. vom Einsammeln freier Gaben für die Cybele gebraucht; Suid. ex Philostr. V. Apoll. IV, 39 πόλιν ἐκ πόλεως ἀμείβων καὶ τῇ ϑεῷ ἀγείρων; Plut. Cleomen. 33 τύμπανονἔχων ἐν τοῖςβασιλείοις ἀγείρειν; ἀγ. τοῖς ϑεοῖς Apophth. Lac. p. 244; Rom. 29 αἱ ϑεραπαινίδες ἀγείρουσι περιϊοῦσαι; Luc. Pseudomant. 13; Cronos. 12 τῇ μητρὶ ἀγείρειν; cf. μητραγυρτής; τῇ κορώνῃ Athen. VIII,, 319 d, wo ein Lied, das dabei gesungen wurde, aufbewahrt ist. Sp. brauchen es allgemein für betteln (vgl. Ruhnk. ad Tim. Lex.). Ael. H. A. 6, 10; Maneth. 6, 299, der 2, 262 πλοῦτον hinzusetzt; Lucill. 97 (XI, 389). – 4) Allgemein: zusammenbringen, τί τῶνδ' οὐκ ἐνδίκως ἀγείρω; Aesch. Ch. 629; Paul. Sil. 35 (V, 300) ὀφρύας εἰς ἓν ἀγεί. ρων, von dem finster Aussehenden, wie Them. or. 2, p. 27 a τὸν ἀγείροντα τὴν ὀφρύν sagt; Ep. ad. 300 ( Plan. 138) ἀμικτότατ' εἰς ἓνἀγ. Die Glossen des Hes. ἀγείρας: ὁ χωλός (wofür Portus πτωχός, Küster ὀχλαγωγός conj.) u. ἀγείρεσϑαι: ἐκπορεύεσϑαι, λοιδορεῖσϑαι, beziehen sich vielleicht auf das Einsammeln von Gaben. Poll. 4, 45 stellt auch διδάσκεσϑαι mit ἀγείρεσϑαι zusammen.
-
7 οχλαγωγού
ὀχλαγωγέωcourt the mob: pres imperat mp 2nd sg (attic)ὀχλαγωγέωcourt the mob: imperf ind mp 2nd sg (attic)ὀχλαγωγόςmountebank: masc gen sg -
8 ὀχλαγωγοῦ
ὀχλαγωγέωcourt the mob: pres imperat mp 2nd sg (attic)ὀχλαγωγέωcourt the mob: imperf ind mp 2nd sg (attic)ὀχλαγωγόςmountebank: masc gen sg -
9 οχλαγωγούς
-
10 ὀχλαγωγούς
-
11 οχλαγωγώ
ὀχλαγωγέωcourt the mob: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ὀχλαγωγέωcourt the mob: pres ind act 1st sg (attic epic doric)ὀχλαγωγόςmountebank: masc gen sg (doric aeolic) -
12 ὀχλαγωγῶ
ὀχλαγωγέωcourt the mob: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ὀχλαγωγέωcourt the mob: pres ind act 1st sg (attic epic doric)ὀχλαγωγόςmountebank: masc gen sg (doric aeolic) -
13 οχλαγωγών
ὀχλαγωγέωcourt the mob: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ὀχλαγωγόςmountebank: masc gen pl -
14 ὀχλαγωγῶν
ὀχλαγωγέωcourt the mob: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ὀχλαγωγόςmountebank: masc gen pl -
15 οχλαγωγόν
-
16 ὀχλαγωγόν
-
17 ὀχλαγωγεύς
A = ὀχλαγωγός, Lat.circulator, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀχλαγωγεύς
См. также в других словарях:
ὀχλαγωγός — mountebank masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλαγωγούς — ὀχλαγωγός mountebank masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλαγωγόν — ὀχλαγωγός mountebank masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχλαγωγεύς — ὀχλαγωγεύς, ὁ (Α) ο οχλαγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχλαγωγός + κατάλ. εύς] … Dictionary of Greek
οχλαγωγία — η (Α ὀχλαγωγία) [οχλαγωγός] θορυβώδης συνάθροιση πλήθους νεοελλ. 1. συγκέντρωση όχλου που γίνεται με θόρυβο και τείνει στη δημιουργία ταραχών 2. (κατ επέκτ.) θόρυβος που προέρχεται από δυνατές συγκεχυμένες φωνές, οχλοβοή, βαβυλωνία, χάβρα αρχ.… … Dictionary of Greek
οχλαγωγικός — ή, ὁ (Α ὀχλαγωγικός, ή, όν) [οχλαγωγός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχλαγωγία, θορυβώδης 2. αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται από οχλαγωγία 3. δημαγωγικός, στασιαστικός αρχ. 1. αυτός που προσελκύει και παρασύρει τον λαό με σκοπό… … Dictionary of Greek
οχλαγωγό — ο (Α ὀχλαγωγός) 1. αρχηγός, καθοδηγητής τού όχλου 2. αυτός που διεγείρει και συναθροίζει το πλήθος για τη δημιουργία ταραχών και εκτρόπων αρχ. αυτός που διεγείρει και προσελκύει τα πλήθη για να επιτύχει προσωπικά οφέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος +… … Dictionary of Greek
οχλαγωγώ — (ΑΜ ὀχλαγωγῶ, έω) [οχλαγωγός] διεγείρω και προσελκύω τα πλήθη μσν. αρχ. προσπαθώ να αποκτήσω την εμπιστοσύνη τού πλήθους με άμεσο σκοπό την εκμετάλλευσή του για προσωπικά, κυρίως πολιτικά, οφέλη … Dictionary of Greek
οχλαγώγιον — ὀχλαγώγιον, τὸ (Α) [οχλαγωγός] άτακτη συρροή πλήθους … Dictionary of Greek
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ὀχλαγωγοῦ — ὀχλαγωγέω court the mob pres imperat mp 2nd sg (attic) ὀχλαγωγέω court the mob imperf ind mp 2nd sg (attic) ὀχλαγωγός mountebank masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)