-
1 οτοτοί
-
2 ὀτοτοῖ
-
3 ὀτοτοῖ
A ah! woe! A. Pers. 918 (anap.), E.Or. 1389, al.; doubled, Id.Andr. 1197, etc.; also lengthd., , al.;ὀτοτοτοτοῖ Id.Ag. 1072
; ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ cj. in S.El. 1245;ὀττοτοτοτοτοῖ E. Tr. 1294
;ὀττοτοττοτοῖ Id. Ion 789
.—Trag., only in lyr. -
4 ὄτοβος
Grammatical information: m.Meaning: `noise, sharp sound' (Hes., A., S., Antim.).Derivatives: ὀτοβ-έω `to make noise, to din' (A.).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]. (PGX)Etymology: Onomatopoetic wit βο-suffix as in θόρυβος, κόναβος a.o. -- Besides the reduplicated interj. ὀτοτοῖ `ah!, woe!' (trag.; Schwyzer-Debrunner 600 f.) with ὀτοτ-ύζω 'cry ὀτοτοῖ, lament' (A., Ar.; Schw. 716).Page in Frisk: 2,440Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄτοβος
-
5 οτοτοτοί
-
6 ὀτοτοτοῖ
-
7 οτοτοτοτοί
-
8 ὀτοτοτοτοῖ
-
9 οτοτοτοτοτοτοί
-
10 ὀτοτοτοτοτοτοῖ
-
11 τοτοί
-
12 τοτοῖ
-
13 τοτοῖ
-
14 ὀτοτύζω
A cry ὀτοτοῖ, wail aloud, Ar. Pax 1011, Th. 1081, Schwyzer 323C35 (Delph., iv B. C.): [tense] fut.ὀτοτύξομαι Ar.Lys. 520
:—[voice] Pass., to be bewailed, ὀτοτύζεται .. A.Ch. 327 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀτοτύζω
-
15 ὀττοτοῖ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀττοτοῖ
См. также в других словарях:
οτοτοί — ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῑ (Α) (επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ! [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος*] … Dictionary of Greek
ὀτοτοῖ — ah! woe! indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοτοῖ — ὀτοτοῖ ah! woe! indeclform (exclam) τοτοῖ indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτοτοτοτοτοτοῖ — ὀτοτοῖ ah! woe! indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτοτοτοτοῖ — ὀτοτοῖ ah! woe! indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτοτοτοῖ — ὀτοτοῖ ah! woe! indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοτοτύζω — ἀνοτοτύζω (Α) θρηνολογώντας φωνάζω «ὀτοτοῑ», ξεσπώ σε θρήνους, θρηνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οτοτύζω «φωνάζω ὀτοτοῑ, θρηνολογώ»] … Dictionary of Greek
οτοτύζω — ὀτοτύζω (Α) [οτοτοί] 1. κράζω, ξεφωνίζω οτοτοί, θρηνώ μεγαλόφωνα, ολοφύρομαι 2. παθ. ὀτοτύζομαι θρηνούμαι, μέ θρηνούν («ὀτοτύζεται δ ὁ θνῄσκων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
Οτοτύξιοι — Ὀτοτύξιοι, ot (Α) (κωμικό κύριο όν. στον Αριστοφ.) άνθρωποι τών θρήνων, θρηνωδοί, κλαψιάρηδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. < ὀτοτοῖ, θρηνητικό επιφώνημα χάριν λογοπαιγνίου στο εθνικό όν. Ολοφύξιοι, κάτοικοι τής Ολοφύξον, πόλης στον Άθω] … Dictionary of Greek
αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… … Dictionary of Greek
εποτοτύζω — ἐποτοτύζω (Α) θρηνώ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οτοτύζω «θρηνώ μεγαλόφωνα» (< οτοτοί, επιφώνημα θλίψεως)] … Dictionary of Greek