-
1 ὀτοτοῖ
A ah! woe! A. Pers. 918 (anap.), E.Or. 1389, al.; doubled, Id.Andr. 1197, etc.; also lengthd., , al.;ὀτοτοτοτοῖ Id.Ag. 1072
; ὀτοτοτοτοῖ τοτοῖ cj. in S.El. 1245;ὀττοτοτοτοτοῖ E. Tr. 1294
;ὀττοτοττοτοῖ Id. Ion 789
.—Trag., only in lyr.
См. также в других словарях:
οτοτοί — ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῑ (Α) (επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ! [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος*] … Dictionary of Greek