-
1 ὀργίζομαι
ὀργίζομαι (τινί) проявлять вспыльчивость, гневаться -
2 οργίζομαι
-
3 ὀργίζομαι
-
4 προς-οργίζομαι
προς-οργίζομαι, pass., worüber, gegen Einen zornig werden, zürnen, τινί, Plut. de educ. lib. 18, προςοργισϑέντες.
-
5 περι-οργίζομαι
περι-οργίζομαι, sehr zürnen, περιοργισϑείς, Pol. 4, 4, 7.
-
6 συν-οργίζομαι
συν-οργίζομαι, pass., mit, zugleich, zusammen zürnen; συνοργισϑῆναι τοῖς ἀδικηϑεῖσι, Isocr. 4, 181; fut. συνοργισϑήσομαι, Dem. 21, 100; Folgde, wie Pol. 3, 31, 9, Plut. de am. et ad. discr. 31, Luc. abdic. 9.
-
7 δι-οργίζομαι
δι-οργίζομαι, pass., in heftigen Zorn gerathen, Pol. 2, 8, 13 u. Sp., wie D. Sic. 3, 66; Plut. Ages. 6.
-
8 ἀπ-οργίζομαι
ἀπ-οργίζομαι, pass., erzürnt werden, zürnen, V. T.
-
9 ἀντ-οργίζομαι
ἀντ-οργίζομαι, dagegen zürnen, M. Anton. 6, 26.
-
10 ἐπ-οργίζομαι
ἐπ-οργίζομαι, dabei, darüber zürnen, LXX.
-
11 ὑπερ-οργίζομαι
ὑπερ-οργίζομαι, pass., in übermäßigen, übergroßen Zorn gerathen, Sp., wie D. Cass. 50, 21.
-
12 ὑπ-οργίζομαι
ὑπ-οργίζομαι, pass., etwas zürnen, böse werden, Sp.
-
13 ярость
ярость ж η οργή, η λύσσα· прийти в \ярость οργίζομαι* * *жη οργή, η λύσσαприйти́ в я́рость — οργίζομαι
-
14 iror
īror, Nbf. v. irascor, Gloss. III, 483, 32 iror, ὀργίζομαι.
-
15 ὀργίζω
ὀργίζω, zornig machen, aufreizen; ἤν τις ὀργίσῃ τὴν σφηκιάν, Ar. Vesp. 404, vgl. 223; Plat. Phaedr. 267 c Eryx. 392 c; Arist. eth. 5, 8 u. öfter, im Ggstz von εὔνουν ποιεῖν, πραΰνειν, im Ggstz von κηλεῖν Plat. Phaedr. 267 c, wie ὀργίζεσϑαι dem πραΰνεσϑαι entgegensteht, Arist. rhet. 2, 3. – Häufiger im pass. ὀργίζομαι, zornigwerden, zürnen; absolut, Soph. O. R. 339. 364; ὡς τότ' ἦσϑ' ὠργισμένος, Eur. Hipp. 1413; τινί, auf Einen, Hel. 1662; ὑπέρ τινος, Isocr. 4, 186; ἐμοὶ ὀργίζονται, Plat. Apol. 23 c; Euthyphr. 7 b u. öfter; ἐάν τι ὀργισϑῶσι τοῖς γονεῦσιν ἢ πατρίδι ἀδικηϑέντες, Prot. 346 b; τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, Thuc. 2, 59; Xen. Mem. 1, 1, 18 u. Folgde.
-
16 ὀργίλος
ὀργίλος, zum Zorne geneigt, jähzornig; neben χαλεπή, Men. bei Stob. fl. 72, 2; Plat. Rep. III, 405 c; Arist. eth. 4, 5 sagt οἱ ὀργίλοι ταχέως μὲν ὀργίζονται καὶ οἷς οὐ δεῖ καὶ ἐφ' οἷς οὐ δεῖ καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ – So heißt auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 16), wahrscheinlich in Beziehung auf die Orgien. – Adv., ὀργίλως ἔχειν τινί, = ὀργίζομαι, Dem. 24, 211. 215 u. öfter, wie Luc. u. a. Sp.
-
17 διοργιζομαι
приходить в сильный гнев, становиться крайне раздраженным Polyb., Diod., Plut. -
18 περιοργιζομαι
-
19 προσοργιζομαι
-
20 συνοργιζομαι
(fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.
См. также в других словарях:
οργίζομαι — οργίζομαι, οργίστηκα, οργισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὀργίζομαι — ὀργίζω make angry pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριάζω — οργίζομαι, αγριεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀγριάω, ῶ < ἄγριος. ΠΑΡ. αγρίασμα, αγριασμός] … Dictionary of Greek
κρυφοθυμώνω — οργίζομαι χωρίς να εξωτερικεύω τον θυμό μου, θυμώνω μέσα μου … Dictionary of Greek
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek
χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
διοργίζομαι — (Α) [οργίζομαι] οργίζομαι υπερβολικά … Dictionary of Greek
επαλαστώ — ἐπαλαστῶ, έω (Α) αγανακτώ, οργίζομαι («τὸν δ ἐπαλαστήσαντα προηύδα Παλλάς Αθήνη», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλαστέω, ώ «αγανακτώ, οργίζομαι»] … Dictionary of Greek
επιμηνίω — ἐπιμηνίω (Α) οργίζομαι εναντίον κάποιου («ἀεὶ γὰρ Πριάμῳ ἐπεμήνιε δίῳ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηνίω «οργίζομαι» (< μήνις, «οργή»)] … Dictionary of Greek
επισκύζομαι — ἐπισκύζομαι (AM) οργίζομαι, αγανακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκύζομαι «οργίζομαι»] … Dictionary of Greek