-
1 προσοργιζομαι
-
2 προσοργίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσοργίζομαι
-
3 προσοργισθέντα
προσοργίζομαιto be angry at: aor part mp neut nom /voc /acc plπροσοργίζομαιto be angry at: aor part mp masc acc sg -
4 προσοργισθείς
προσοργίζομαιto be angry at: aor part mp masc nom /voc sg -
5 προσοργισθέντας
προσοργίζομαιto be angry at: aor part mp masc acc pl -
6 προσοργισθέντες
προσοργίζομαιto be angry at: aor part mp masc nom /voc pl -
7 προσοργισθέντος
προσοργίζομαιto be angry at: aor part mp masc /neut gen sg -
8 προσοργισθείσα
-
9 προσοργισθεῖσα
См. также в других словарях:
προσοργίζομαι — Α οργίζομαι με κάτι … Dictionary of Greek
προσοργισθέντα — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp neut nom/voc/acc pl προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθεῖσα — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθείς — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθέντας — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθέντες — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθέντος — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)