-
1 συν-οργίζομαι
συν-οργίζομαι, pass., mit, zugleich, zusammen zürnen; συνοργισϑῆναι τοῖς ἀδικηϑεῖσι, Isocr. 4, 181; fut. συνοργισϑήσομαι, Dem. 21, 100; Folgde, wie Pol. 3, 31, 9, Plut. de am. et ad. discr. 31, Luc. abdic. 9.
-
2 συνοργιζομαι
(fut. συνοργισθήσομαι, aor. συνωργίσθην) вместе сердиться Dem., Plut.