-
1 οξύ
-
2 ὀξύ
-
3 οξύ
acidΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οξύ
-
4 ὀξύλαβος
------------------------------------ὀξῠ-λᾰβής [(B)], ές,------------------------------------ὀξῠ-λᾰβος [(C)], ον,A = -λαβής, Eust. 1753.50.II cf. ὀξυλάβη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύλαβος
-
5 ὀξύγλυκυ
A drink of acidulated honey, Hp.Fract. 11 (in dat. - εῖ), 36 (in acc. -υ), etc.:—so [suff] ὀξυ-γλῠκές, τό, Gal.18(2).466 ; [suff] ὀξύ-γλῠκον, τό, Lat.dulcacidum, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύγλυκυ
-
6 ὀξυάκανθα
A fiery thorn, Cotoneaster Pyracantha, Dsc.1.93, Gal.6.643:—also [suff] ὀξῠ-άκανθος, Thphr.HP1.9.3,3.3.1, Gal.12.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυάκανθα
-
7 ὀξυβόας
A shrill-screaming, of birds, A.Ag.57 ; of men, Luc.JTr.31 ; sharp-buzzing, of mosquitoes, AP5.150 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυβόας
-
8 ὀξυδερκία
ὀξυ-δερκία, ἡ,A sharp-sightedness,αἰσθήσεων Epicur.Nat.28
Fr.6, cf. Apollod. 3.10.3, Gal.14.241, Alex.Aphr.in Top.258.17, etc.: [dialect] Ion. [suff] ὀξυ-δερκείη Democr.119.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυδερκία
-
9 ὀξυηκοΐα
A a sharp, quick ear, Hippod. ap. Stob.4.39.26, Metop.ib.3.1.115, Plu.2.34c, Alex.Aphr.in Top.327.14, interpol. in Poll.2.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυηκοΐα
-
10 ὀξύκρατον
A sour wine mixed with water, Dsc.2.105, Aret.CA1.1, Antyll. ap. Orib.45.18.31, 4.11.14, Erot. s.v. μᾶζα, Gal. 11.439, al., Aët.15.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύκρατον
-
11 ὀξυκυάμια
A fabae acetatae (acetosae), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυκυάμια
-
12 ὀξυλάπαθον
A curled dock, Rumex crispus, Dsc.2.114, Gal.6.635, al., Aret.CA2.2, etc.: also [suff] ὀξῠ-λάπαθος, ὁ, Gp.2.5.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυλάπαθον
-
13 ὀξυμελίκρατον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυμελίκρατον
-
14 ὀξυόδους
A with sharp teeth; in Nonn.D.40.484, with a neut.Subst. [suff] ὀξῠ-όεις, εσσα, εν, (ὀξύη) with beechen shaft, beechen,ἔγχεα ὀξυόεντα Il.5.568
, cf. 50, etc.;δουρὶ μετάλμενος ὀξυόεντι 14.443
, cf. Eust.1951.2, Hsch.: the deriv. from ὀξύς is less probable.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυόδους
-
15 ὀξύπεινος
ὀξῠ-πεινος, ον,A ravenously hungry, ravenous, greedy, of the eagle, Arist.HA 619b29 ; of persons, Antiph.276, Eub.10.4 : metaph.,πρὸς τοὺς λόγους ὀ. Plu.2.512f
, cf. Cic.Att.2.12.2 :—later [suff] ὀξῠ-πείνης, ου, ὁ, of one who eats between meals, Anon. in EN182.9 ; τένθης λέγεται ὁ ὀ. καὶ προτένθης Procl.ad Hes.Op. 522.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύπεινος
-
16 ὀξυπόριος
A a carminative medicine, Ps.-Gal. 19.717, Aët.5.68 ;[τροφή] Philum.
ap. eund.9.23:—also [suff] ὀξῠ-πορος, ον, Gal.14.751, Orib.Fr.46, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυπόριος
-
17 ὀξυπόρος
ὀξῠ-πόρος, ον,II quick-passing, active, of medicines, Dsc.3.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυπόρος
-
18 ὀξύπτερος
ὀξῠ-πτερος, ον,A sharp- or swift-winged: as Subst. ὀ., ὁ, = ὀξύσχοινος, Ps.-Dsc.4.52 ; but, hawk, Clem.Al.Strom. 5.8.52.1 (in citation of De.14.13):—also [suff] ὀξῠ-πτερον, τό, = falco, Gloss.; swift wings,Aesop.
8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύπτερος
-
19 ὀξύρριν
A with sharp or fine nose, Hp.Epid.2.5.1 :—also [suff] ὀξύρρινος, ον, interpol. in Zonar. s.v. Γρυπόν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύρριν
-
20 ὀξύφυλλος
ὀξῠ-φυλλος, ον,II [suff] ὀξῠ-φυλλον, τό, = τρίφυλλον, Id.3.109, Gal.12.144.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύφυλλος
См. также в других словарях:
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
οξύ — το έος (ουδ. του επιθ. οξύς), χημική ένωση με ένα ή περισότερα άτομα οξυγόνου, που μπορούν να αντικατασταθούν με ηλεκτροθετικό στοιχείο ή ρίζα, οπότε προκύπτει άλας: Θειικό, υδροχλωρικό οξύ κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀξύ — ὀξύς 2 sharp masc voc sg ὀξύς 2 sharp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροκυάνιο ή υδροκυανικό οξύ — Οξύ (HCN) αρκετά διαδομένο στο φυτικό βασίλειο με τη μορφή γλυκοζίτη, κοινότερος από τους οποίους είναι η αμυγδαλίνη, στα κουκούτσια πολλών καρπών (κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα) από τα οποία μπορεί να εξαχθεί. Το ανακάλυψε ο Σέελε το 1782 και το… … Dictionary of Greek
καρβαμιδικό οξύ — Οξύ που αποτελεί το μοναμίδιο του ανθρακικού οξέος και έχει τύπο H2NCOOH. Δεν συναντάται σε ελεύθερη κατάσταση, αλλά υπάρχει μόνο με τη μορφή των αλάτων και των εστέρων του. Το αμμωνιακό του άλας έχει τύπο NH2COONH4 και βρίσκεται ως πρόσμειξη στο … Dictionary of Greek
ταυροχολικό οξύ — Οξύ που περιέχεται στη χολή. Είναι προϊόν σύζευξης του χολικού οξέος με την ταυρίνη (C26H45NSO7). Σχηματίζεται στο συκώτι των ζώων και του ανθρώπου και εκκρίνεται με τη χολή στο έντερο. Επιδρά στον μεταβολισμό των λιπών και βοηθάει στη… … Dictionary of Greek
θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… … Dictionary of Greek
νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… … Dictionary of Greek
σαλικυλικό οξύ — Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3 είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο ( COOH) και ένα υδροξύλιο ( OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε… … Dictionary of Greek
ιππουρικό οξύ — Οργανικό οξύ που αποτελείται από ομάδες βενζοϊκού οξέος και γλυκίνης με τύπο C6H5CONHCH2COOH. Σχηματίζει άχρωμους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα, έχει σημείο τήξης 187,5°C, είναι ευδιάλυτο σε ζεστό νερό ή αλκοόλη, αδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek