-
1 ὀξύλαβος
------------------------------------ὀξῠ-λᾰβής [(B)], ές,------------------------------------ὀξῠ-λᾰβος [(C)], ον,A = -λαβής, Eust. 1753.50.II cf. ὀξυλάβη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύλαβος
См. также в других словарях:
οξυλάβος — ὀξυλάβος και ὀξύλαβος, ον (Μ) 1. οξυλαβής* 2. το ουδ. ως ουσ. τo οξύλαβον είδος πυράγρας, τσιμπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λάβος (< λαμβάνω). Το β συνθετικό λάβος εμφανίζεται σε ουσ. με τη σημ. «εργαλείο» (πρβλ. αστρο λάβος, λιθο λάβος). Ο τ.… … Dictionary of Greek