-
41 ὀξύγοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύγοος
-
42 ὀξυγράφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυγράφος
-
43 ὀξυγώνιος
ὀξυ-γώνιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυγώνιος
-
44 ὀξυγωνιότης
A a being acute-angled, Apollod.Poliorc.159.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυγωνιότης
-
45 ὀξυδερκέω
ὀξυ-δερκέω, prob.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυδερκέω
-
46 ὀξυδερκής
ὀξυ-δερκής, ές,A sharp-sighted, quick-sighted, Luc.Tim.25, al.: [comp] Comp.- έστερος Id.Vit.Auct.26
, Hegesand.9 ;ὄψις Alex.Aphr.in Top.262.10
: [comp] Sup.- έστατος Hdt.2.68
, Arist.Mir. 834b28. Adv.- κῶς Ph.1.590
: [comp] Comp. - έστερον ib. 229.II [voice] Act., promoting quickness of sight,ὕδωρ Diocl.Fr.128
, cf. Dsc.5.5, Gal.12.263, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυδερκής
-
47 ὀξυδερκικός
A making the sight sharp, as L. Dind. for ὀξυδερκιῶν in Antyll. ap. Orib.10.23.29 ( ὀξυδορκικῶν Dar.) ; - δερκικοῖς (and - δορκικοῖς) v.l. for -δερκέσι in Dsc.2.163.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυδερκικός
-
48 ὀξυδερκώ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυδερκώ
-
49 ὀξυδορκέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυδορκέω
-
50 ὀξυδορκία
ὀξυ-δορκία, ἡ,A = ὀξυδερκία, Andronic.Rhod.p.572 M., Hippod. ap. Stob.4.39.26, Plot.5.9.1, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυδορκία
-
51 ὀξυδορκικός
A = ὀξυδερκικός (q.v.), Plu. 2.69a, Gal.11.778.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυδορκικός
-
52 ὀξύδουπος
ὀξύ-δουπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύδουπος
-
53 ὀξυδρόμος
ὀξυ-δρόμος, ον,A swift-running, Sch.Pi.O.13.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυδρόμος
-
54 ὀξυέθειρ
A with sharp points, nom. pl.-έθειρες, ἐχῖνοι Marc.Sid.35
; acc. pl.-έθειρας, ἀκάνθας Nonn.D.14.368
; gen.sg. -έθειρος, ἀκάνθης ib. 22.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυέθειρ
-
55 ὀξυέλαιον
ὀξυ-έλαιον, τό,A mixture of oil and vinegar, Gal.13.397.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυέλαιον
-
56 ὀξυζύμια
A acid ferments, Ps.-Democr. ap. Zos.Alch.p.160 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυζύμια
-
57 ὀξύζωμος
ὀξύ-ζωμος, ον,A with a sharp sauce, Apic.6.9.241.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύζωμος
-
58 ὀξύη
-
59 ὀξυήκοος
ὀξυ-ήκοος, ον,A quick of hearing: of quick perception, keen, ; , cf. A.D.Synt.295.23.—In codd. sts. wrongly ὀξύκοος, ὀξυκοΐα : [comp] Comp.ὀξυηκοώτερος Luc.Pr.Im.20
, Porph.Abst.3.8 : [comp] Sup. ὀξυηκοώτατος prob. l. in S.E.M.9.65, for ὀξυηκούστατος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυήκοος
-
60 ὀξυηχής
ὀξυ-ηχής, ές,A sharp-sounding, of high notes, Philostr.VS1.8.1 :Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυηχής
См. также в других словарях:
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek
οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… … Dictionary of Greek
οξύ — το έος (ουδ. του επιθ. οξύς), χημική ένωση με ένα ή περισότερα άτομα οξυγόνου, που μπορούν να αντικατασταθούν με ηλεκτροθετικό στοιχείο ή ρίζα, οπότε προκύπτει άλας: Θειικό, υδροχλωρικό οξύ κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀξύ — ὀξύς 2 sharp masc voc sg ὀξύς 2 sharp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροκυάνιο ή υδροκυανικό οξύ — Οξύ (HCN) αρκετά διαδομένο στο φυτικό βασίλειο με τη μορφή γλυκοζίτη, κοινότερος από τους οποίους είναι η αμυγδαλίνη, στα κουκούτσια πολλών καρπών (κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα) από τα οποία μπορεί να εξαχθεί. Το ανακάλυψε ο Σέελε το 1782 και το… … Dictionary of Greek
καρβαμιδικό οξύ — Οξύ που αποτελεί το μοναμίδιο του ανθρακικού οξέος και έχει τύπο H2NCOOH. Δεν συναντάται σε ελεύθερη κατάσταση, αλλά υπάρχει μόνο με τη μορφή των αλάτων και των εστέρων του. Το αμμωνιακό του άλας έχει τύπο NH2COONH4 και βρίσκεται ως πρόσμειξη στο … Dictionary of Greek
ταυροχολικό οξύ — Οξύ που περιέχεται στη χολή. Είναι προϊόν σύζευξης του χολικού οξέος με την ταυρίνη (C26H45NSO7). Σχηματίζεται στο συκώτι των ζώων και του ανθρώπου και εκκρίνεται με τη χολή στο έντερο. Επιδρά στον μεταβολισμό των λιπών και βοηθάει στη… … Dictionary of Greek
θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… … Dictionary of Greek
νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… … Dictionary of Greek
σαλικυλικό οξύ — Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3 είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο ( COOH) και ένα υδροξύλιο ( OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε… … Dictionary of Greek
ιππουρικό οξύ — Οργανικό οξύ που αποτελείται από ομάδες βενζοϊκού οξέος και γλυκίνης με τύπο C6H5CONHCH2COOH. Σχηματίζει άχρωμους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα, έχει σημείο τήξης 187,5°C, είναι ευδιάλυτο σε ζεστό νερό ή αλκοόλη, αδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek