-
1 ὀξύπτερος
ὀξῠ-πτερος, ον,A sharp- or swift-winged: as Subst. ὀ., ὁ, = ὀξύσχοινος, Ps.-Dsc.4.52 ; but, hawk, Clem.Al.Strom. 5.8.52.1 (in citation of De.14.13):—also [suff] ὀξῠ-πτερον, τό, = falco, Gloss.; swift wings,Aesop.
8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύπτερος
См. также в других словарях:
οξύπτερος — ὀξύπτερος, ον (Α) 1. αυτός που έχει οξείες ή γρήγορες φτερούγες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀξύπτερος α) είδος σχοίνου, ο οξύσχοινος β) το γεράκι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύπτερον το γεράκι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀξύπτερα τα γρήγορα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek