-
1 ὀξύλαβος
------------------------------------ὀξῠ-λᾰβής [(B)], ές,------------------------------------ὀξῠ-λᾰβος [(C)], ον,A = -λαβής, Eust. 1753.50.II cf. ὀξυλάβη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύλαβος
См. также в других словарях:
ευλαβής — ές (ΑΜ εὐλαβής, ές) πλήρης σεβασμού προς τα θεία, ευσεβής, θεοσεβής («ἄνθρωπος δίκαιος καὶ εὐλαβής», ΚΔ) μσν. αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐλαβές α) ευλάβεια, αφοσίωση («τὸ εὐλαβὲς τῆς περὶ τὸν θεῑον φόβον διαθέσεως», Ευσ.) β) ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek
οξυλαβής — ὀξυλαβής, ές (Α) (για αετό) αυτός που συλλαμβάνει κάτι γρήγορα, αρπακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + λαβής (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β ἔ λαβ ον), πρβλ. μεσο λαβής] … Dictionary of Greek