-
1 ὀξυπόριος
A a carminative medicine, Ps.-Gal. 19.717, Aët.5.68 ;[τροφή] Philum.
ap. eund.9.23:—also [suff] ὀξῠ-πορος, ον, Gal.14.751, Orib.Fr.46, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυπόριος
-
2 ὀξυπόρος
ὀξῠ-πόρος, ον,II quick-passing, active, of medicines, Dsc.3.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυπόρος
См. также в других словарях:
οξυπόρος — ὀξυπόρος, ον (Α) 1. (κυρίως για αγγείο) αυτός που έχει οξύ, αιχμηρό στόμιο 2. (για φάρμακο) αυτός που έχει γρήγορα αποτελέσματα, που ενεργεί γρήγορα, δραστικός. επίρρ... ὀξυπόρως (Μ) με ταχύτητα, με γρήγορη πορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πόρος… … Dictionary of Greek
πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek