-
1 ὀξύκρατον
A sour wine mixed with water, Dsc.2.105, Aret.CA1.1, Antyll. ap. Orib.45.18.31, 4.11.14, Erot. s.v. μᾶζα, Gal. 11.439, al., Aët.15.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύκρατον
См. также в других словарях:
οξύκρατον — ὀξύκρατον, ιων. τ. όξύκρητον, τὸ (Α) ξινός οίνος αναμεμιγμένος με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. *οξύκρατος < οξυ * + κρᾱτος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι), πρβλ. μελί κρατον] … Dictionary of Greek