Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀνυμαίνω

См. также в других словарях:

  • ονυμαίνω — ὀνυμαίνω (Α) (αιολ. και δωρ. τ.) βλ. ονομαίνω …   Dictionary of Greek

  • ονομαίνω — ὀνομαίνω (Α και αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμαίνω) [όνομα] 1. καλώ κάποιον με το όνομά του, ονομαστικά 2. (για πράγματα) απαριθμώ 3. απλώς αναφέρω, λέγω 4. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω 5. απονέμω τίτλο ή αξίωμα, διορίζω 6. υπόσχομαι να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»