Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὀνοματίζω

См. также в других словарях:

  • ονοματίζω — ονοματίζω, ονομάτισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ονοματίζω : χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά από το ονομάζω, με το οποίο έχει παρόμοια σημασία …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ονοματίζω — και νοματίζω ισα 1. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω: Το νοματίσαν το παιδί και το πανε Δημήτρη. 2. αναφέρω, ονομάζω, διηγούμαι με λεπτομέρειες: Πού να τα νοματίσω όλα! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ονοματίζω — και νοματίζω (Α ὀνοματίζω [όνομα] νεοελλ.1. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονομάζω 2. αναφέρω το όνομα κάποιου ή καλώ κάποιον με το όνομά του, κατονομάζω 3. καταγγέλλω ονομαστικά αρχ. 1. φιλονικώ για τα ονόματα 2. κάνω άσκοπη χρήση ονόματος …   Dictionary of Greek

  • επονοματίζω — ονοματίζω, δίνω όνομα ή ονομασία σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ὀνοματίζειν — ὀνοματίζω dispute about names pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοματίζω — δίνω όνομα σε κάποιον ή αναφέρω ή καλώ κάποιον με το ονομά του, ονοματίζω, ονομάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματίζω, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ο ] …   Dictionary of Greek

  • κατονοματίζω — κατά ὀνοματίζω dispute about names pres subj act 1st sg κατά ὀνοματίζω dispute about names pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

  • ονομάζω — (Α ὀνομάζω, αιολ. και δωρ. τ. ὀνυμάζω, ιων. τ. οὐνομάζω) [όνομα] 1. φωνάζω, καλώ κάποιον με το όνομά του 2. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, ονοματίζω 3. αναφέρω ονομαστικά, κατονομάζω 4. χαρακτηρίζω κάποιον (α. «τόν ονόμασε κλέφτη» β. «Θαλῆς εἷς …   Dictionary of Greek

  • ονομάτιση — η ονοματοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν Νομοτεχνικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • ονομάτισμα — το [ονοματίζω] 1. ονόμασμα 2. κατονομασία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»