-
1 ιππο-
тж. ἱππ- и ἱππιο-1) составная часть ряда сложных слов, обозначающая принадлежность или отношение к лошади (напр. ἱππό-κομος)2) иногда (как и βου-) приставка со значением большой, огромный, весьма (ср. русск: «лошадиная доза»)ἱππόκρημνος — чрезвычайно крутой;
ἱπποτυφία — безмерная гордыня -
2 ιπποδρομος
I.ὅ ( в Сицилии) конник, конный солдатἱπποδρόμοι ψιλοί Her. — гипподромы, легковооруженная конница
II. -
3 ιπποκομος
I.II.2украшенный султаном конских волос(κόρυς, τρυφάλεια Hom.; κόρυθες Soph.)
-
4 βου-
[βοῦς, ср. ἱππο- от ἵππος]1) приставка со знач. «бычачий», «коровий», «воловий»2) усилит. приставка со знач. «громадный», «огромный» (напр. βουλιμία) -
5 δυσκαθεκτος
2с трудом сдерживаемый, неудержимый, неукротимый(ἵππο; Xen.; πλήθη, ζῷα, ὁρμή Plut.)
-
6 εφιπποτοξοτης
-
7 ιππ-
= ἱππο- -
8 ιπποβαμων
1) сидящий на коне, конный(Ἀριμασπὸς στρατός Aesch.)
διφυής τ΄ ἄμικτος ἱ. στρατός Soph. — двуобразное дикое конное полчище, т.е. Κένταυροι2) используемый как конь, верховой(κάμηλος Aesch.)
3) перен. гордо гарцующий, т.е. высокопарный, напыщенный(ῥήματα Arph.)
-
9 ιπποβατης
-
10 Ιπποβινος
-
11 ιπποβοτης
-
12 ιπποβοτος
21) служащий пастбищем для лошадей(Φθίας πεδία Eur.)
2) богатый конскими пастбищами(Ἄργος Hom., Eur.)
-
13 ιπποβουκολος
-
14 ιππογερανοι
οἱ гиппогераны, конежуравли (баснословное племя, ездившее верхом на журавлях) Luc. -
15 ιππογνωμων
2, gen. ονος досл. знающий толк в лошадях, перен. (вообще) хорошо разбирающийся, сведущий(τινός Aesch.)
-
16 ιππογυποι
οἱ гиппогипы, конекоршуны (баснословное племя, ездившее верхом на коршунах) Luc. -
17 ιπποδαμος
-
18 ιπποδασυς
только f ἱπποδάσεια украшенный густой конской гривой, пышногривый(κόρυς, κυνέαι Hom.)
-
19 ιπποδεσμα
-
20 ιπποδετης
См. также в других словарях:
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππολάπαθον — ἱππολάπαθον, τὸ (Α) είδος λάπαθου που φυτρώνει στα έλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λάπαθον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππό πορνος] … Dictionary of Greek
ιπποσέλινον — ἱπποσέλινον, τὸ (Α) είδος αγριοσέλινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σέλινον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππο λάπαθον] … Dictionary of Greek
ιππόκρημνος — ἱππόκρημνος, ον (Α) 1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος 2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρημνός. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά… … Dictionary of Greek
ιππότιγρις — ἱππότιγρις, ἱγριδος, ὁ (Α) είδος τίγρης με μεγάλο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τίγρις. Το α’ συνθετικό ιππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλος»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππο σέλινον] … Dictionary of Greek
Ιλίου πέρσις — Επικό ποίημα. Η πατρότητά του αποδίδεται στον ποιητή Αρκτίνο τον Μιλήσιο (ή Κορίνθιο κατά τον Αθήναιο). Η υπόθεσή του αφορούσε την άλωση της Τροίας. Συγκεκριμένα, όταν οι Αχαιοί αποχώρησαν από την τρωική παραλία στην Τένεδο, οι Τρώες πήγαν στο… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ίππειος — α, ο (Α ἵππειος, εία, ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος] αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου β. «ίππειον κρέας» κρέας αλόγου γ. « ρῆξε… … Dictionary of Greek
ίππευση — η (ΑΜ ἴππευσις) [ιππεύω] η ανάβαση σε ίππο, ο τρόπος τού καθίσματος πάνω σε ίππο, η ιππασία … Dictionary of Greek
ιππαστί — (Α ἱππαστί) επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος στον ίππο, καβάλα, καβαλικευτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππασ τού ρ. ἱππάζομαι «οδηγώ τον ίππο» + επιρρ. κατάλ. τί. (πρβλ. α γελασ τί < θ. γελάσ τού γελώ, α δαμασ τί < θ. δαμασ τού δάμνῃμι… … Dictionary of Greek