-
21 ιπποδιωκτας
-
22 ιπποδρομια
ἥ состязание в беге на конях, конское ристание Pind., Thuc., Arph., Xen., Plat., Plut. -
23 ιπποδρομιος
21) ристалищный, покровительствующий конным ристаниям (sc. Ποσειδῶν Pind.)2) посвященный конным состязаниямὁ μέν ἱ. Plut. ( в Беотии) — гипподромий, месяц конных ристаний (соотв. аттическому Ἑκατομβαιών, т.е. июлю - августу)
-
24 ιπποθεν
-
25 ιπποθηλης
-
26 ιπποθορος
-
27 ιπποκαμπος
-
28 ιπποκανθαρος
-
29 ιπποκελευθος
-
30 ιπποκενταυρειος
-
31 ιπποκενταυρος
-
32 ιπποκομεω
ухаживать (как) за конемἱ. κάνθαρον Arph. — быть конюхом для гиппокантара (см. ἱπποκάνθαρος)
-
33 ιπποκορυστης
(ἀνέρες, Παίονες Hom.; Ἀπόλλων Anth.)
-
34 ιπποκρατεω
превосходить конницей, быть сильнее по части конницы(ὑπεναντίοι ἱπποκρατοῦντες Polyb.; πολεμίων ἱπποκρατούντων Plut.)
; pass. уступать в конницеὅπως μέ ἱπποκρατῶνται Thuc. — (афиняне не решались продолжать войну с сиракузцами), чтобы не потерпеть поражение в конном сражении
-
35 ιπποκρατια
ἥ победа конницы -
36 ιπποκρημνος
-
37 ιπποκροτος
-
38 ιππολοφος
-
39 ιππομανες
- έος τό гиппоман1) аркадское растение, приводившее лошадей в крайне возбужденное состояние Theocr.2) мясистый нарост на лбу новорожденных жеребят, употреблявшийся для изготовления приворотных снадобий Arst.3) выделение кобылиц, которому также приписывалась способность привораживать чью-л. любовь Arst. -
40 ιππομανεω
См. также в других словарях:
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππολάπαθον — ἱππολάπαθον, τὸ (Α) είδος λάπαθου που φυτρώνει στα έλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λάπαθον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππό πορνος] … Dictionary of Greek
ιπποσέλινον — ἱπποσέλινον, τὸ (Α) είδος αγριοσέλινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σέλινον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππο λάπαθον] … Dictionary of Greek
ιππόκρημνος — ἱππόκρημνος, ον (Α) 1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος 2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρημνός. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά… … Dictionary of Greek
ιππότιγρις — ἱππότιγρις, ἱγριδος, ὁ (Α) είδος τίγρης με μεγάλο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τίγρις. Το α’ συνθετικό ιππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλος»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππο σέλινον] … Dictionary of Greek
Ιλίου πέρσις — Επικό ποίημα. Η πατρότητά του αποδίδεται στον ποιητή Αρκτίνο τον Μιλήσιο (ή Κορίνθιο κατά τον Αθήναιο). Η υπόθεσή του αφορούσε την άλωση της Τροίας. Συγκεκριμένα, όταν οι Αχαιοί αποχώρησαν από την τρωική παραλία στην Τένεδο, οι Τρώες πήγαν στο… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ίππειος — α, ο (Α ἵππειος, εία, ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος] αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου β. «ίππειον κρέας» κρέας αλόγου γ. « ρῆξε… … Dictionary of Greek
ίππευση — η (ΑΜ ἴππευσις) [ιππεύω] η ανάβαση σε ίππο, ο τρόπος τού καθίσματος πάνω σε ίππο, η ιππασία … Dictionary of Greek
ιππαστί — (Α ἱππαστί) επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος στον ίππο, καβάλα, καβαλικευτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππασ τού ρ. ἱππάζομαι «οδηγώ τον ίππο» + επιρρ. κατάλ. τί. (πρβλ. α γελασ τί < θ. γελάσ τού γελώ, α δαμασ τί < θ. δαμασ τού δάμνῃμι… … Dictionary of Greek