-
1 ἱππόδαμος
A tamer of horses, Hom., epith. of heroses, Il.2.23, Od.3.17;Τρῶες Il.4.352
, etc.;Γερηνοί Hes.Fr.15
;ἥρωες Pi.N.4.29
:—fem. [full] Ἱππο-δάμεια, as pr. n., Hippodamia, Il.2.742, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππόδαμος
-
2 ἱπποδιώκτης
A = ἱππηλάτης, driver or rider of steeds, Theoc.14.12, Hsch.; a kind of gladiator, IGRom.4.1455 ([place name] Smyrna).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποδιώκτης
-
3 ἱπποκόμος
A groom, esquire, who attended the ἱππεύς in war, Hdt.3.85,88, X.HG2.4.6: generally, groom, Pl.Plt. 261d, PSI4.371.13 (iii B.C.), Plb.13.8.3, etc.;ἱ. τῶν καμήλων Philostr.VA2.1
.II Adj. [full] ἱππό-κομος, ον, ([etym.] κόμη) decked with horsehair, epith. of a helmet (not in Od.),κόρυς Il.13.132
, cf. S.Ant. 116 (anap.);πήληξ Il.16.797
;τρυφάλεια 13.339
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποκόμος
-
4 ἱπποκόρυθος
ἱππο-κόρῠθος, ον, coined as compd. of ἵππος and κόρυς, Porph. ad Il.2.1 (v.l. [suff] ἱππο-κόρυθες as nom. pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποκόρυθος
-
5 Ἱππομολγία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἱππομολγία
-
6 ἱπποπόταμος
ἱππο-πότᾰμος, ὁ,A hippopotamus, Dsc.2.23, Gal.14.241, Dam. Isid.98:—also [suff] ἱππο-ποτάμις (for - ποτάμιος), ὁ, POxy.1220.21 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποπόταμος
-
7 ἱπποστάσιον
ἱππο-στάσιον [ᾰ], τό,= sq., Lys.Fr.56S.: pl., App.Pun.95, Mith.84:—also [suff] ἱππο-στᾰσία, ἡ, Hippiatr.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποστάσιον
-
8 ἱπποβάμων
3 metaph., ῥήματα ἱ. high-paced words, bombast, fustian, Ar.Ra. 821.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποβάμων
-
9 ἱπποβάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποβάτης
-
10 ἱπποβόσιον
ἱππο-βόσιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποβόσιον
-
11 ἱπποβοσκός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποβοσκός
-
12 ἱπποβότης
II ἱπποβόται, οἱ, at Chalcis in Euboea a social class (cf.ἱππεύς 11
), Knights, Hdt.5.77, 6.100;ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία Arist.Fr. 603
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποβότης
-
13 ἱππόβοτος
A grazed by horses, Od.4.606, E.Andr. 1229 (anap.), IG12.1034, Just.Nov.25.1; ἡ ἱ., at Chalcis, Ael.VH6.1 (cf. foreg.); esp. of the plain of Argos, from the rich pastures of Lerna, Il.2.287, al., B.10.80, E.Supp. 365 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππόβοτος
-
14 ἱπποβουκόλος
ἱππο-βουκόλος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποβουκόλος
-
15 ἱππόβροτοι
ἱππό-βροτοι ὠδῖνες pangs that gave birthA to a horse and man (Pegasus and Chrysaor), Lyc.842.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππόβροτοι
-
16 ἱππογέρανοι
ἱππο-γέρᾰνοι, οἱ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππογέρανοι
-
17 ἱππογνώμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππογνώμων
-
18 ἱππόγυποι
ἱππό-γῡποι, οἱ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππόγυποι
-
19 ἱπποδαμαστής
A = ἱππόδαμος, Poll. 1.181, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποδαμαστής
-
20 ἱπποδάμνοις
ἱππο-δάμνοις· ἐφίππων, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποδάμνοις
См. также в других словарях:
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππολάπαθον — ἱππολάπαθον, τὸ (Α) είδος λάπαθου που φυτρώνει στα έλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λάπαθον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππό πορνος] … Dictionary of Greek
ιπποσέλινον — ἱπποσέλινον, τὸ (Α) είδος αγριοσέλινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σέλινον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππο λάπαθον] … Dictionary of Greek
ιππόκρημνος — ἱππόκρημνος, ον (Α) 1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος 2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρημνός. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά… … Dictionary of Greek
ιππότιγρις — ἱππότιγρις, ἱγριδος, ὁ (Α) είδος τίγρης με μεγάλο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τίγρις. Το α’ συνθετικό ιππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλος»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππο σέλινον] … Dictionary of Greek
Ιλίου πέρσις — Επικό ποίημα. Η πατρότητά του αποδίδεται στον ποιητή Αρκτίνο τον Μιλήσιο (ή Κορίνθιο κατά τον Αθήναιο). Η υπόθεσή του αφορούσε την άλωση της Τροίας. Συγκεκριμένα, όταν οι Αχαιοί αποχώρησαν από την τρωική παραλία στην Τένεδο, οι Τρώες πήγαν στο… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ίππειος — α, ο (Α ἵππειος, εία, ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος] αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου β. «ίππειον κρέας» κρέας αλόγου γ. « ρῆξε… … Dictionary of Greek
ίππευση — η (ΑΜ ἴππευσις) [ιππεύω] η ανάβαση σε ίππο, ο τρόπος τού καθίσματος πάνω σε ίππο, η ιππασία … Dictionary of Greek
ιππαστί — (Α ἱππαστί) επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος στον ίππο, καβάλα, καβαλικευτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππασ τού ρ. ἱππάζομαι «οδηγώ τον ίππο» + επιρρ. κατάλ. τί. (πρβλ. α γελασ τί < θ. γελάσ τού γελώ, α δαμασ τί < θ. δαμασ τού δάμνῃμι… … Dictionary of Greek