-
1 ιπποδρομος
I.ὅ ( в Сицилии) конник, конный солдатἱπποδρόμοι ψιλοί Her. — гипподромы, легковооруженная конница
II.
См. также в других словарях:
κελαδοδρόμος — κελαδοδρόμος, ον (Α) (ως επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτή που τρέχει με θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ελικο δρόμος, ιππο δρόμος] … Dictionary of Greek
λεμβοδρόμος — ο, η αυτός που μετέχει σε λεμβοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματο δρόμος, ιππο δρόμος] … Dictionary of Greek
νερτεροδρόμος — νερτεροδρόμος, ὁ (Α) άγγελος τού Άδη, αγγελιαφόρος τών νεκρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερτεροι «νεκροί» + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ιππο δρόμος, κυματο δρόμος] … Dictionary of Greek
σκυλακοδρόμος — ον, Α φρ. «σκυλακοδρόμος ὥρα» η εποχή τών κυνικών καυμάτων, τής πολύ μεγάλης ζέστης, τού καύσωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, ακος «μικρός σκύλος» + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ἱππο δρόμος] … Dictionary of Greek
νεόδρομος — νεόδρομος, ον (Α) αυτός που πρόσφατα έφυγε τρεχάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δρόμος (πρβλ. ιππό δρομος)] … Dictionary of Greek
ипподро́м — а, м. Место для конских бегов и скачек. [греч. ‛ιπποδρομος] … Малый академический словарь
ιπποδρομομανώ — ἱππόδρομομανῶ, έω (Μ) έχω μανία για ιππόδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό δρομος + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ορνιθο μανής] … Dictionary of Greek
ιππικός — ή, ό (ΑΜ ἱππικός, ή, όν) [ίππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ίππο (α. «ιππικές γνώσεις» β. «ιππικά οχήματα», Σοφ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιππέα (α. «ιππικές ασκήσεις» β. «ἱππικὸς δρόμος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το ιππικό(ν) … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
κυνοδρομώ — κυνοδρομῶ, έω (Α) 1. τρέχω ή κυνηγώ με σκυλιά 2. μτφ. τρέχω σαν σκύλος («ἐκυνοδρομοῡμεν ἀλλήλους ζητοῡντες», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομώ, ταχυ δρομώ] … Dictionary of Greek
νεκροδρομία — νεκροδρομία, ἡ (Α) η πορεία τών νεκρών προς τον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία, κυνο δρομία] … Dictionary of Greek