-
1 ιπποβατης
См. также в других словарях:
αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ … Dictionary of Greek
φαλλοβάχης — ὁ, Α ιερέας τού Βάκχου, ο οποίος ανέβαινε σε στύλο όμοιο με φαλλό κατά τα φαλλοφόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ἱππο βάτης] … Dictionary of Greek
ιπποβάτης — ἱπποβάτης, o (A) 1. αναβάτης ίππου, ιππέας, έφιππος 2. (για ίππο ή όνο) βαρβάτος, επιβήτορας, βατευτής, οχευτής («ἵπποις καὶ ὄνοις τοῑς ἱπποβάτοις», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βάτης (< βαίνω), πρβλ. κυνο βάτης, τεθριππο βάτης] … Dictionary of Greek