-
1 ιπποκομος
I.II.2украшенный султаном конских волос(κόρυς, τρυφάλεια Hom.; κόρυθες Soph.)
-
2 ιπποκόμος
ο1) конюх; 2) коновод -
3 ιππευς
- έως, эп. ῆος ὅ1) конный, т.е. сражающийся верхом или с боевой колесницы боецπεζοί θ΄ ἱππῆές τε Hom. — пешие и конные рати
2) возница или наездник, участник конных состязаний3) конный гонец,(οὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱ. Aesch.)
4) всадникἱππεῖς, атт. ἱππῆς — гиппеи, всадники (в Афинах - по законодательству Солона, второе податное сословие, члены которого обладали имущественным цензом в 300 медимнов с.-х. продуктов годового дохода и имели двух лошадей, одна из которых предназначалась для конюха, ἱπποκόμος или ἀκόλουθος;
в военное время они служили в коннице Arst., Plut.; в Спарте - отборный отряд царской гвардии в 300 чел. Her.; в Риме = equites Plut.)5) «наездник» ( вид ракообразного - Cancer cursor или Ocypode hippeus) Arst.6) «всадник» ( вид кометы) Plin. -
4 κορυς
ῠθος ἥ (acc. κόρῠθα и κόρυν, dat. pl. κορύθεσσι)1) шлем(χαλκείη Hom.; ἱππόκομος Soph.; κόρυν ἀφελεῖν Luc.)
2) голова(ἁπαλόθριξ, sc. τοῦ μόσχου Eur.)
См. также в других словарях:
ιππόκομος — ἱππόκομος, ον (Α) (για περικεφαλαία) η στολισμένη με κόμη ίππου, με τρίχες από ουρά αλόγου («ἱππόκομος κόρυς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κόμος (< κόμη «μαλλί»), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek
ἱπποκόμος — groom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόκομος — groom masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποκόμος — ο (Α ἱπποκόμος) αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή διατροφή και συντήρηση ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», Πλάτ.) νεοελλ. στρατιώτης που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τόν… … Dictionary of Greek
ιπποκόμος — ο 1. αυτός που περιποιείται ίππους. 2. στρατιώτης που υπηρετεί αξιωματικό, ορντινάντσα: Ήταν ιπποκόμος του στρατηγού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱπποκόμοις — ἱππόκομος groom masc/fem/neut dat pl ἱπποκόμος groom masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκόμου — ἱππόκομος groom masc/fem/neut gen sg ἱπποκόμος groom masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκόμους — ἱππόκομος groom masc/fem acc pl ἱπποκόμος groom masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκόμων — ἱππόκομος groom masc/fem/neut gen pl ἱπποκόμος groom masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκόμῳ — ἱππόκομος groom masc/fem/neut dat sg ἱπποκόμος groom masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόκομον — ἱππόκομος groom masc/fem acc sg ἱππόκομος groom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)