Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἱππό-δᾰμος

См. также в других словарях:

  • θειόδαμος — θειόδαμος, άμη, ον (Α) 1. αυτός που δαμάζει τους θεούς 2. το θηλ. θειοδάμη επίθ. τής Εκάτης, ως δαμάστριας των θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θείο * + δαμος (< δάμνημι «δαμάζω), πρβλ. γυιό δαμος, ιππό δαμος] …   Dictionary of Greek

  • πασιδάμεια — ἡ, Α (για τη θεά Σελήνη) η βασίλισσα όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + δάμεια (< δάμος < δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. ιππο δάμεια] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»