-
1 ἱππό-κομος
ἱππό-κομος ( κόμη), roßhaarig, mit Roßhaaren versehen, κόρυς, τρυφάλεια, Il. 12, 339. 13, 132 u. öfter; Soph. Ant. 116.
-
2 ἱππο-κόμος
ἱππο-κόμος, Pferde pflegend, haltend, gew. subst., Pferdeknecht, der das Pferd des Ritters im Kriege besorgt, Her. 3, 85; Plat. Polit. 261 d Legg. II, 666 e; Xen. Hell. 2, 4, 6.
-
3 ιππο-
тж. ἱππ- и ἱππιο-1) составная часть ряда сложных слов, обозначающая принадлежность или отношение к лошади (напр. ἱππό-κομος)2) иногда (как и βου-) приставка со значением большой, огромный, весьма (ср. русск: «лошадиная доза»)ἱππόκρημνος — чрезвычайно крутой;
ἱπποτυφία — безмерная гордыня -
4 ἱπποκόμος
A groom, esquire, who attended the ἱππεύς in war, Hdt.3.85,88, X.HG2.4.6: generally, groom, Pl.Plt. 261d, PSI4.371.13 (iii B.C.), Plb.13.8.3, etc.;ἱ. τῶν καμήλων Philostr.VA2.1
.II Adj. [full] ἱππό-κομος, ον, ([etym.] κόμη) decked with horsehair, epith. of a helmet (not in Od.),κόρυς Il.13.132
, cf. S.Ant. 116 (anap.);πήληξ Il.16.797
;τρυφάλεια 13.339
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποκόμος
-
5 ἱππόκομος
ἱππό - κομος ( κόμη): decked with horse-hair.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἱππόκομος
-
6 ἱπποκόμος
ἱππο-κόμος, Pferde pflegend, haltend, gew. subst., Pferdeknecht, der das Pferd des Ritters im Kriege besorgt -
7 ἱππόκομος
ἱππό-κομος ( κόμη), rosshaarig, mit Rosshaaren versehen -
8 ιπποκομος
I.II.2украшенный султаном конских волос(κόρυς, τρυφάλεια Hom.; κόρυθες Soph.)
-
9 κόμη
Grammatical information: f.Meaning: `hair' (on the number Schwyzer-Debrunner 43), also of the manes of a horse (Il.), metaph. `foliage', also of `growth' in gen. (Od.), `tail of a comet' (Arist.).Compounds: Compp., e. g. ἱππό-κομος `covered with horse-hair', of a helmet (Il.; aber ἱππο-κόμος to κομέω), κομα-τροφέω (- ο-) `grow ones hair' (Amorgos, Str.).Derivatives: Dimin. κομίσκᾱ (Alcm.) and κόμιον (Arr.). Further κομήτης m. `with (long) hair' (IA.), "hairstar", `comet' (Arist.; Scherer Gestirnnamen 105, 107f.), also plant-name = `τιθύμαλλος, Euphorbia' (Dsk.); κομήεις `with leaves' (Orph.). Denomin. κομάω (Ion. - έω) `have long hair, (show with well kept hair)' (Il.); late with ἀνα-, κατα- a. o.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Not certainly explained. κόμη may be taken as "well cared hair" (as opposed to θρίξ; s. v.) and connected with κομέω `care'; so orig. meaning *`care'. Schwyzer 725 n. 10 considers for κόμη postverbal origin from κομάω, which could be a by-form to κομέω `care'. As however κομάω is always connected with hair and is never used as `care', the assumprion is not very probble. - Diff. Wood ClassPhil. 21, 341f. - Lat. LW [loanword] coma; cf. W.-Hofmann s. v.Page in Frisk: 1,908-909Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόμη
-
10 κομέω
Grammatical information: v.Meaning: `care' (Il.),Other forms: Ipf. κομέεσκον, only present-stem ἀμφι-κομέω (AP); κομίζω, - ομαι, aor. κομισ(σ)αι, - ασθαι, Dor. (Pi.) κομίξαι, pass. κομισθῆναι, fut. κομιῶ, - οῦμαι (ο 546; Schwyzer 785, Chantraine Gramm. hom. 1, 451), hell. κομίσω, - ίσομαι,Compounds: very often with prefix, e. g. ἀνα-, ἀπο-, εἰσ-, ἐκ-, κατα-, παρα-, συν-, `care, attend, look after, loot, save, fetch, bring, transport' (Il.).Derivatives: ( ἀνα-, ἀπο- etc.) κομιδή `care, loot, saving, supply, escape' (Il.; cf. Porzig Satzinhalte 189f.); dat. κομιδῃ̃ as adv. `exact, definitely, completely' (IA.); κομιστήρ, - τής `who cares, provides' (E.; Fraenkel Nom. ag. 2, 14; 18; 35) with κομίστρια f. (AB, Orph.); κόμιστρα (- ον sg.) `reward for saving, promotion' (trag., inscr.); κομιστικός `for care, fit for carrying' (IA.); ἐκ-κομισμός `export, burial' (Str., Phld.), μετα-κόμισις, εἰσ-κόμισμα a. o. (sch., Gloss.). - As 2. member in several compounds - κόμος, e. g. εἰρο-κόμος `working wool, woolspinster' (Γ 387, AP), ἱπποκόμος `who cares for horses, groom' (IA.). - On the development of the meaning of κομίζω and derivv. Wackernagel Unt. 219f., Hoekstra Mnem. 4: 3, 103f.Origin: IE [Indo-European] [557] *ḱemh₁- `tire (out)'Etymology: Iterative-intensive deverbative to primary κάμνω (like φορέω etc.; Schwyzer 719); w. enlargement κομίζω with backformation κομιδή (Schwyzer 421 n. 3). - With ἱππο-κόμος agrees Hitt. aššuššani- `groom' from Indo-Iran. *aśva-śam(a)-, s. Mayrhofer Sprache 5, 87. Further s. κάμνω.See also:.Page in Frisk: 1,908Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κομέω
См. также в других словарях:
ερνοκόμος — ἐρνοκόμος, ὁ (Α) αυτός που φροντίζει, που περιποιείται τα νεαρά φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. έρνος «νεαρό φυτό» + «κόμος (< κομώ «φροντίζω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ιππο κόμος τραπεζο κόμος)] … Dictionary of Greek
θηριοκόμος — θηριοκόμος, ὁ (Α) αυτός που τρέφει και περιποιείται άγρια ζώα κλεισμένα σε κλουβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο κόμος, νοσο κόμος] … Dictionary of Greek
ιεροκόμος — ἱεροκόμος, ὁ (Α) επιμελητής ναού, νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κόμος (< κομώ) πρβλ. ανθο κόμος, ιππο κόμος] … Dictionary of Greek
ιχθυοκόμος — ὁ, ἡ αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την ιχθυοκομία, ιχθυοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + κόμος (< κομῶ «ασχολούμαι»), πρβλ. ιππο κόμος, μελισσο κόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
κηποκόμος — ο (Α κηποκόμος) κηπουρός, περιβολάρης νεοελλ. γεωπόνος ειδικός στην καλλιέργεια κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + κόμος (< κομῶ «περιποιούμαι»), πρβλ. ανθο κόμος, ιππο κόμος] … Dictionary of Greek
κυπαρισσόκομος — κυπαρισσόκομος, ον (Α) (για δένδρο) αυτός που έχει φύλλωμα κυπαρισσιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπάρισσος + κομος (< κόμη), πρβλ. ιππό κομος, φυλλό κομος] … Dictionary of Greek
μελισσοκόμος — ο (Α μελισσοκόμος και αττ. τ. μελιττοκόμος) αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη μελισσοκομία, μελισσοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κόμος (< κομῶ), πρβλ. γηρο κόμος, ιππο κόμος] … Dictionary of Greek
μηλοκόμος — μηλοκόμος, δωρ. τ. μαλοκόμος, ον (Α) αυτός που εκτρέφει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήλον (ΙΙ) «πρόβατο» + κομος (< κομῶ «ασχολούμαι, φροντίζω»), πρβλ. γηρο κόμος, ιππο κόμος] … Dictionary of Greek
νεκροκόμος — νεκροκόμος, ον (Α) αυτός που φροντίζει για την ταφή τών νεκρών, που κηδεύει νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. ιερο κόμος, ιππο κόμος] … Dictionary of Greek
φυλλόκομος — ον, Α γεμάτος φύλλα, καλυμμένος με φύλλα, πυκνόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + κομος (< κόμη), πρβλ. ἱππό κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek
θυρσοκόμος — θυρσοκόμος, ὁ (Α) 1. (ως επίθ. τού Διονύσου) αυτός που επιμελείται τον θύρσο, αυτός που περιποιείται τον θύρσο 2. ως κύρ. όν. Θυρσοκόμος τίτλος δράματος τού Λυσίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο κόμος,… … Dictionary of Greek