Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱμείρομαι

См. также в других словарях:

  • ἱμείρομαι — ἱ̱μείρομαι , ἱμείρω long for aor subj mid 1st sg (epic) ἱ̱μείρομαι , ἱμείρω long for pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… …   Dictionary of Greek

  • μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… …   Dictionary of Greek

  • ομείρομαι — ὁμείρομαι και ὀμείρομαι (Α) επιθυμώ, ποθώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η διόρθωση τού τ. σε ἱμείρομαι δεν γίνεται αποδεκτή] …   Dictionary of Greek

  • ՑԱՆԿԱՄ — (ացայ, կա՛ կամ կացի՛ր.) NBH 2 0908 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 13c չ. ՑԱՆԿԱՄ կամ ՑԱՆԿԱՆԱՄ. ἑπιθυμέω, ποθέω, ἑράω, ἰμείρομαι եւն. concupisco, desidero, cupio, opto. գրի եւ ՑԱՆԳԱԼ, ՑԱՆԳԱՆԱԼ. Ցանկ կամ ʼի սպառ բերիլ սրտիւ առ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՑԱՆԿԱՆԱՄ — (ացայ, կա՛ կամ կացի՛ր.) NBH 2 0908 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 13c չ. ՑԱՆԿԱՄ կամ ՑԱՆԿԱՆԱՄ. ἑπιθυμέω , ποθέω, ἑράω, ἰμείρομαι եւն. concupisco, desidero, cupio, opto. գրի եւ ՑԱՆԳԱԼ, ՑԱՆԳԱՆԱԼ. Ցանկ կամ ʼի սպառ բերիլ սրտիւ առ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»