-
1 ἰκτερίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκτερίτης
-
2 ἰκτεριώδης
A, χλόος Nic.Al. 475
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκτεριώδης
-
3 ἰκτερίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκτερίας
-
4 ἰκτεριάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκτεριάω
-
5 ἰκτερικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκτερικός
-
6 ἰκτερόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκτερόομαι
-
7 ἰκτερώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκτερώδης
-
8 ἴκτερις
ἴκτερ-ις,=A aurugo, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἴκτερις
-
9 ἴκτερος
ἴκτερ-ος, ὁ,II a bird of a yellowish-green colour, by looking at which a jaundiced person was cured—the bird died! Plin.HN30.94 (who identifies it with galgulus, the golden oriole).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἴκτερος
-
10 θαλλος
ὅ1) отпрыск, побег, молодая ветка(ἐλαίας Her., Eur.)
ἐν νεοσπάσι θαλλοῖς συγκαταίθειν Soph. — сжигать на костре из свежесорванных ветвей2) собир. ветви, хворост или листва3) масличная ветвь ( часто символ мольбы о защите)ἱκτέρ θ. Eur. — масличная ветвь мольбы;
θαλλοῦ στέφανος Aeschin. — масличный венок;θαλλὸν προσείειν τινι погов. Plat. — помахивать перед кем-л. масличной ветвью, т.е. соблазнять кого-л.
См. также в других словарях:
ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… … Dictionary of Greek
ολεθριώ — ὀλεθριῶ, άω (Α) κοντεύω να πεθάνω, είμαι ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ικτερ ιώ)] … Dictionary of Greek
ολεθριώδης — ὀλεθριώδης, ῶδες (Α) (γλώσσ. τού Ησύχ. στη λ. λευγαλέν) ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος, υπό την επίδραση τού ὀλεθριῶ (πρβλ. ικτερ ιώδης, κοπιώδης)] … Dictionary of Greek