-
1 ἰκτερίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκτερίτης
См. также в других словарях:
ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… … Dictionary of Greek