-
1 ἰκτεριώδης
A, χλόος Nic.Al. 475
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰκτεριώδης
См. также в других словарях:
ολεθριώδης — ὀλεθριώδης, ῶδες (Α) (γλώσσ. τού Ησύχ. στη λ. λευγαλέν) ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος, υπό την επίδραση τού ὀλεθριῶ (πρβλ. ικτερ ιώδης, κοπιώδης)] … Dictionary of Greek