См. также в других словарях:
ολεθριώ — ὀλεθριῶ, άω (Α) κοντεύω να πεθάνω, είμαι ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ικτερ ιώ)] … Dictionary of Greek
ολεθριώ — ὀλεθριῶ, άω (Α) κοντεύω να πεθάνω, είμαι ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλεθρος + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ικτερ ιώ)] … Dictionary of Greek