-
1 ἰχθυ-οπτίς
ἰχθυ-οπτίς, od. ἰχϑυ-οπτρίς, ίδος, ἐσχάρα, zum Fischkochen, -backen, VLL.
-
2 ἰχθυ-ουλκός
ἰχθυ-ουλκός, = ἰχϑυ-ολκός, VLL.
-
3 ἰχθυ-παγής
ἰχθυ-παγής, ές, den Fisch festhaltend, ἀγκίστρων ἰχϑυπαγῆ στόματα Theaet. Schol. 1 (VI, 27).
-
4 ἰχθυ-φόνος
ἰχθυ-φόνος, Fische tödtend, Opp. Cyn. 2, 444.
-
5 ἰχθυ-φάγος
ἰχθυ-φάγος, = ἰχϑυο-φάγος, πελάγους σκύλακες, das sind Delphine, Philp. 72 (IX, 83).
-
6 ἰχθυ-βόρος
ἰχθυ-βόρος, Fische essend, λαρίδες Leon. Tar. 74 (VII, 652).
-
7 ἰχθυ-νόμος
ἰχθυ-νόμος, dasselbe, so heißen die Delphine Opp. Hsl. 1, 643.
-
8 ἰχθυ-βόλος
ἰχθυ-βόλος, Fische werfend od. stechend, d. i. sie mit der Harpune, dem Dreizack fangend; μηχανά Aesch. Spt. 123; ϑήρα, αἴϑυιαι, Ep. ad. 129. 128 (VI, 24. 23); δεῖπνα Opp. H. 3, 18; subst. der Fischer, Eust. u. A.
-
9 ἰχθυ-γόνος
ἰχθυ-γόνος, Fische erzeugend, Sp., wie Nonn. D. 26, 275.
-
10 ἰχθυ-δόκοι
ἰχθυ-δόκοι, σπυρίδες Leon. Tar. 25 (VI, 4), Fische enthaltend, aufnehmend.
-
11 ἰχθυ-βολεύς
ἰχθυ-βολεύς, ὁ, = ἰχϑυβόλος; Hes. bei Ath. III, 116 b; Ep. ad. (X, 9); Leon. Tar. 93 (VII, 504); Nic. Th. 793.
-
12 ἰχθυ-βολέω
ἰχθυ-βολέω, Fische werfen od. stechen, d. i. fangen, Bian. 2 u. Antiphil. 42 (IX, 227. VII, 635).
-
13 ἰχθυ-μέδων
ἰχθυ-μέδων, οντος, ὁ, Fischherrscher, der Delphin. Marc. Sid. 54.
-
14 ἰχθυ-ολκός
ἰχθυ-ολκός, ὁ, Fischzieher, Fischer, Hesych.
-
15 ἰχθυ-ώδης
-
16 ἰχθύ-πρωρος
ἰχθύ-πρωρος, mit einer Fischschnauze, Hesych. v. Σαμιακός, l. d.
-
17 ἰχθύ-κεντρον
ἰχθύ-κεντρον, τό, = ἰχϑυόκεντρον, Poll. 10, 133.
-
18 ἰχθύ-βοτος
ἰχθύ-βοτος, von Fischen beweidet; νομαί Opp. Hal. 2, 1; Nonn. par. 21, 14.
-
19 ἰχθυμέδων
ἰχθυ-μέδων, οντος, ὁ, u. ἰχθυ-νόμος, Fischherrscher, der Delphin -
20 ἰχθυοπτίς
ἰχθυ-οπτίς, od. ἰχϑυ-οπτρίς, ίδος, ἐσχάρα, zum Fischkochen, -backen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… … Dictionary of Greek
Ἰχθῦ — Ἰχθύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθῦ — ἰχθύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχθύν — Ἰχθύ̱ν , Ἰχθύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθύν — ἰχθύ̱ν , ἰχθύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχθύς — Ἰχθύ̱ς , Ἰχθύς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθύς — ἰχθύ̱ς , ἰχθύς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek
ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ … Dictionary of Greek
ихтиоза́вр — а, м. Род вымершего морского пресмыкающегося огромных размеров (до 12 м). [От греч. ’ιχθυς рыба и σαυ̃ρος ящерица] … Малый академический словарь
ихтио́л — а, м. Маслообразное лекарственное вещество, которое является продуктом перегонки смолистых горных пород, содержащих остатки ископаемых рыб. [От греч. ’ιχθυς рыба и лат. oleum масло] … Малый академический словарь