Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἰχϑυ-ολκός

См. также в других словарях:

  • επικρουστηρουλκός — ο όργανο με το οποίο αφαιρείται ο επικρουστήρας τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι κρουστήρ* + ολκός (< έλκω*) από την ετεροιωμένη βαθμίδα (ολκ ) τού θ. έλκ . Το ου ( ουλκός) αναλογικά προς τα συνηρημένα ξιφουλκός (< ξίφο ολκός), εμβρυουλκός… …   Dictionary of Greek

  • νεωλκός — ο (Α νεωλκός) αυτός που έλκει τα πλοία στη ξηρά, που φέρνει τα πλοία στο νεώλκιο («νεωλκοῡ δὲ σκεύη, φάλαγγες, φαλάγγια, ὅλκοι», Πολυδ.) νεοελλ. το νεώλκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νηF ολκός (< *νāF ολκός) < ναῦς, νᾶος / νηός «πλοίο» + ολκός (<… …   Dictionary of Greek

  • ιχθυουλκός — ἰχθυουλκός και ἰχθυολκός, ὁ (Α) ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + ουλκός (< ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. εμβρυ ουλκός, ζυγ ουλκός] …   Dictionary of Greek

  • κυνουλκός — κυνουλκός, ὁ (Α) αυτός που έχει μαζί του σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός), πρβλ. εμβρυ ουλκός, ιχθυ ουλκός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»