-
1 ἰχθυ-γόνος
ἰχθυ-γόνος, Fische erzeugend, Sp., wie Nonn. D. 26, 275.
-
2 ἰχθυγόνος
См. также в других словарях:
ιχθυγόνος — ο (Α ἰχθυγόνος, ον) (για θαλάσσιο τόπο) αυτός που παράγει ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ανδρο γόνος, δακρυγόνος] … Dictionary of Greek