-
21 ἰχθυβολέω
ἰχθυ-βολέω, Fische werfen od. stechen, d. i. fangen -
22 ἰχθυβόλος
ἰχθυ-βόλος, Fische werfend od. stechend, d. i. sie mit der Harpune, dem Dreizack fangend; subst. der Fischer -
23 ἰχθυβόρος
-
24 ἰχθύβοτος
-
25 ἰχθυγόνος
-
26 ἰχθυδόκοι
ἰχθυ-δόκοι, Fische enthaltend, aufnehmend -
27 ἰχθυολκός
ἰχθυ-ολκός, ὁ, Fischzieher, Fischer -
28 ἰχθυπαγής
ἰχθυ-παγής, ές, den Fisch festhaltend -
29 ἰχθύπρωρος
-
30 ἰχθυφόνος
-
31 ἰχθυώδης
-
32 ἰχθύς
ἰχθύς, ύος, ὁ, acc. neben ἰχϑύν auch ἰχϑύα, Bian. 2 (IX, 227), plur. ἰχϑύες, acc. ἰχϑῦς, selten ἰχϑύας, wie D. Sic. 5, 3, dual. ἰχϑῦ, Antiphan. bei Ath. X, 450 d, der Fisch, Hom. u. Folgde. Vgl. bes. Ath. VII u. VIII, die von den Fischen handeln. – Vom Himmelszeichen, Plut. u. Arat. – Schimpfwort für dumme Menschen, Stockfisch, ἰχϑῦς τοὺς ἀμαϑεῖς καὶ ἀνοήτους λοιδοροῦντες ἢ σκώπτοντες ὀνομάζομεν Plut. sol. anim. 22. – Οἱ ἰχϑύες, der Fischmarkt, παρὰ τοὺς ἰχϑῦς, ἐν τοῖς ἰχϑύσι, Ar. Vesp. 789 Ran. 1066, Alex. Ath. III, 104 c Antiphan. VII, 287 e. [Υ ist im nom. u. acc. sing. lang (dah. Mein. bei Theocr. 21, 49, wo ἰχϑύν mit kurzem υ steht, ἰχϑύ' für ἰχϑύα schreibt; Arcad. 91 accent. ἰχϑῦς), in allen dreisylbigen Casus, sowie in den Zusammensetzungen kurz.]
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… … Dictionary of Greek
Ἰχθῦ — Ἰχθύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθῦ — ἰχθύς masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχθύν — Ἰχθύ̱ν , Ἰχθύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθύν — ἰχθύ̱ν , ἰχθύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰχθύς — Ἰχθύ̱ς , Ἰχθύς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθύς — ἰχθύ̱ς , ἰχθύς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθύς — ο (AM ἰχθύς) 1. ψάρι, σπονδυλωτό υδρόβιο ζώο που αναπνέει με βράγχια 2. αστρον. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ιχθύες ονομασία τού τελευταίου κατά σειρά αστερισμού τού ζωδιακού κύκλου 3. παροιμ. α) «ἄφωνος ὡς ἰχθύς» και β) «ἰχθύος ἀφωνότερος»… … Dictionary of Greek
ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ … Dictionary of Greek
ихтиоза́вр — а, м. Род вымершего морского пресмыкающегося огромных размеров (до 12 м). [От греч. ’ιχθυς рыба и σαυ̃ρος ящерица] … Малый академический словарь
ихтио́л — а, м. Маслообразное лекарственное вещество, которое является продуктом перегонки смолистых горных пород, содержащих остатки ископаемых рыб. [От греч. ’ιχθυς рыба и лат. oleum масло] … Малый академический словарь