-
1 ἰχθυ-νόμος
ἰχθυ-νόμος, dasselbe, so heißen die Delphine Opp. Hsl. 1, 643.
-
2 ἰχθυμέδων
ἰχθυ-μέδων, οντος, ὁ, u. ἰχθυ-νόμος, Fischherrscher, der Delphin
См. также в других словарях:
ιχθυνόμος — ἰχθυνόμος, ον (Α) (για το δελφίνι) αυτός που εποπτεύει τα ψάρια, ο άρχοντας τών ψαριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αγορα νόμος, κρεα νόμος] … Dictionary of Greek