Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

λαρίδες

См. также в других словарях:

  • λαρίδες — (laridae). Οικογένεια στεγανοπόδων πτηνών της τάξης των λαριμόρφων. Περιλαμβάνει 88 είδη που ζουν κοντά στη θάλασσα και χαρακτηρίζονται για την ευχέρειά τους στην κολύμβηση. Έχουν μήκος 20 έως 75 εκ., μακριές πτέρυγες και ασπρόμαυρο χρώμα. Η… …   Dictionary of Greek

  • γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή …   Dictionary of Greek

  • στεγανόποδα — Ομάδα πουλιών, που παλιότερα αποτελούσε ιδιαίτερη τάξη, αλλά σήμερα έχει κατανεμηθεί σε πολλές άλλες, γιατί πολλά από τα πουλιά που την αποτελούν διαφέρουν μεταξύ τους σε σημαντικά χαρακτηριστικά. Τα σ. έχουν στα κάτω άκρα ένα είδος παλάμης: τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»