-
41 σύ
σύ (τᾰ, ςᾰ, σεῦ, σέο, σέθεν, τίν, τοι, σοι, σέ, σε; ὔμμᾰ(ν), μῖν, ὔμμε.)1 youa nom., voc.,I σύ (avoiding τ-allitteration)ὦ Μοῖσ, ἀλλὰ σὺ καὶ θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός, ἐρύκετον O. 10.3
ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα, σύ τοι P. 5.6
σύ τοι P. 5.6
σύ τοι P. 6.19
[ εἰ γὰρ σύ ἱν (coni. Maas: σφιν codd.: σφισιν Tricl.) N. 7.98]II τύ (always first word in sentence). “ τὺ δὲ” O. 1.85τὺ δὲ P. 2.57
τὺ γὰρ P. 8.6
τὺ δ P. 8.8
τὺ δ, Ἑκαταβόλε P. 8.61
τὺ δ' Εὐθύμενες N. 5.41
τὺ δέ, Διοδότοιο παῖ I. 7.31
b gen.,I σέθεν c. prep.,μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.88
ἄνευ σέθεν N. 7.2
Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.5
possessive,κρεῶν σέθεν διεδάσαντο O. 1.51
κραίνει σέθεν εὐτυχίαν O. 6.81
οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν O. 8.45
σέθεν ὄπα μαιόμενοι N. 3.5
καὶ σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν I. 1.55
Αἰγεῖδαι σέθεν ἔκγονοι I. 7.15
objective,ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι O. 5.19
with original ablative sense (= ἀπὸ σοῦ),Ὀρτυγία, σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται N. 1.4
[Πος]ειδᾶνός τε παῖ, [σέθ]εν Ἰάονι τόνδε λαῷ [παι]ᾶνα [δι]ώξω (e Σ supp. G-H.) *pa. 2. 3.b σέο, c. voc.Ἁγησιδάμου παῖ, σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες N. 1.29
Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65
Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.86
Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (Bergk: σέο γ' ἕκατι.) I. 5.2 κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία σέο, Πύθι[ε ( λέχει supp. G-H.) Πα... σέο κλεόμενοι γε[ Δ. 4c. 7.IIIσεῦ σεῦ ἕκατι O. 14.20
σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον N. 8.46
c dat.,I τοι (τοι O. 8.59
, N. 4.79, N. 9.32, I. 1.6 v. τοι part.), encliticεἴ τι τοι χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.18
“ εἰδότι τοι ἐρέω” P. 4.142 “ μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ ἀφίημ” P. 4.148 “ καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” P. 4.165ἐγὼ τόδε τοι πέμπω N. 3.76
ἀναβάλεο· Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσὸν (“Selbstanrede,” Maas) N. 7.77 “ ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ” N. 10.82 “ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ Τελαμών” I. 6.52 τοῦτό γέ τοι ἐρέω fr. 42. 2. σύνες ὅ τοι λέγω fr. 105. 1. ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω ( τοι supp. Boeckh: om. codd.) fr. 124. 2. μνάσθηθ' ὅτι τοι ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν fr. 140a. 62 (36).II σοι (avoiding τ- allitteration: τοι passim Schr.; σοί Wil., Hermes, 1879, 194n), enclitic, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος ( σοὶ Turyn) P. 4.270 “ νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν” P. 9.55 “ ἔστι σοι τούτων λάχος” ( σοὶ Turyn) N. 10.85 ] νοῖον ἃσο / σε[ (sic Snell: ἃσοι / σθ legit Radt: ἆς οἶσθ e. g. Turyn) Πα.. 1. τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, εἴην; fr. 155. 1.III τίν ( τᾰν but τῖν codd., I. 6.4)τὶν δὲ O. 5.7
Ἁγησία, τὶν δ O. 6.12
τὶν δ O. 10.93
τὶν γὰρ O. 12.3
εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἁνδάνειν P. 1.29
σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ τράποι P. 1.69
τὶν δὲ P. 3.84
τὶν δὲ P. 4.275
τίν τ, Ἐλέλιχθον P. 6.50
τίν γε μέν N. 3.83
σὺν δὲ τὶν N. 7.6
Θεαρίων, τὶν δ N. 7.58
ἐν τίν κ' ἐθέλοι N. 7.90
ὦ μάκαρ, τὶν δ' ἐπέοικεν N. 7.95
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων N. 10.30
τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα I. 5.17
ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων ( τίν γ metr. causa Pauw.) I. 6.4τὶν δέ, χρυσο[ Pae. 3.13
τὶν μὲν ἐμὶν δὲ Πα. 1. 1. Δαμαίνας παῖ, ἁγέο· τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ Παρθ. 2. 67.d acc.,I σε (never in first position), enclitic,στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16
σάμερον μὲν χρή σε πὰρ ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.1
σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα P. 4.61
“ καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαι- γενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα P. 5.23
πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
αἰτέω σε, φιλάγλαε P. 12.1
Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν (sc. θυμέ v. 26) N. 3.28μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω σε παισὶν δαρὸν Αἰτναίων ὀπάζειν, Ζεῦ πάτερ N. 9.30
οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον N. 11.5
“νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” I. 6.44πρὸς Ὀλυμπίου Διός σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι Pae. 6.1
οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν Pae. 6.127
σέ τε καὶ ῥαδ[ Πα. 7. d. 2.ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω Pae. 9.7
τοῦτ' αἴτημί σε fr. 155. 3. ]γάρ σε, Ἑκαβόλε fr. 140a. 60 (34). as generaliz ing pron., (= τις),πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15
II σέ emphatic,υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ O. 1.36
εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν O. 1.115
σέ τ, Ὀλυμπιόνικε O. 5.21
ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν O. 8.16
σὲ δ, ὦ Δεινομένειε παῖ P. 2.18
ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64
σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν (σε add. Bergk: om. codd.) P. 2.66ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου, σὲ δ P. 4.59
“ὦτον καὶ σέ, τολμάεις Ἐπιάλτα ἄναξ” P. 4.89 “ ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ” P. 4.141σὲ δ' ἐρχόμενον ἐν δίκᾳ P. 5.14
Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ' ἠύκομοι φλέγοντι Χάριτες P. 5.45
“ καὶ γὰρ σέ ἔτραπε μείλιχος ὀργά” P. 9.42Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.62
ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14
μεταίξαις σὲ (coni. Turyn: μεταίξαντα codd.) N. 5.43 σέ γ' ἐπαρκέσαι (coni. Turyn: τό γ' ἐπάρκεσε codd.) N. 6.60παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν N. 6.62
σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.21
σὲ καὶ[ Πα. 7B. 2. σὲ δ' ἐγὼ παρὰ μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα fr. 81 ad Δ. 2. [γ. te, u(/datos o(/ti te puri\ ze/oisan ei)s a)kma\n maxai/ra| ta/mon kata\ me/lh, trape/zaisi/ t) — fa/gon (τε = σε Christ, Wackernagel, Kl. Schr., 29) O. 1.48 τέ γ' ἐπαρκέσαι (coni. Maas: τό γ codd.: σέ γ Turyn) N. 6.60]e dat. pl.,I ὔμμι, ἔνθεν δ ὔμμι Λατοίδας ἔπορεν Λιβύας πεδίον i. e. you, Arkesilas, and your ancestors P. 4.259II ὔμμιν, ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι, φυγόξεινον στρατὸν μηδ ἀπείρατον καλῶν ἀφίξεσθαι (de Jongh e Σ: μή μιν codd.: μὴ μὲν Hartung) O. 11.17ὔμμιν δέ, παῖδες Ἀλάτα O. 13.14
ὦ Συράκοσαι ὔμμιν τόδε φέρων μέλος P. 2.3
(O. 14.5, I. 2.30 v. ὑμῖν.)III μῖν, σὺν γὰρ ὑμῖν ( ὔμμιν coni. Hermann: the Graces) O. 14.5 οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν ( ὔμμιν coni. Turyn: the sons of Ainesidamos) I. 2.30 πολύξεναι νεάνιδες ὑμῖν ἄνευθ' ἐπαγορίας ἔπορεν, ὦ παῖδες fr. 122. 6.f acc. pl., ὔμμε, Τιμόσθενες, ὔμμε δ' ἐκλάρωσεν πότμος Ζηνὶ γενεθλίῳ i. e. you and your family O. 8.15ὔμμε τ, ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι, τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν ῥαινέμεν εὐλογίαις I. 6.19
-
42 τανύω
1 stretch, direct ἐπί τοι Ἀκράγαντι τανύσαις (sc. τόξον)αὐδάσομαι O. 2.91
ἐπ' Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα θοὸν τάνυεν O. 8.49
met., ξείνἰ ἁρμόζοντα τεύχων πᾶσαν ἐυφροσύναν τάνυεν ( stretched joy to its full extent, Gildersleeve) P. 4.129 -
43 τετράκι
τετράκι, (ς)1 four timesκλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων O. 7.81
ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (Er. Schmid: τετράκις codd.) N. 7.104νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς, καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις N. 10.42
-
44 Φυλακίδας
Φῠλᾰκῐδας a pancratist of Aigina, son of Lampon, younger brother of Pytheas.1τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται I. 5.18
αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι I. 5.60
παίδων ὁπλοτάτου Φυλακίδα νικῶντος I. 6.7
Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε κώμων I. 6.57
-
45 διείργω
A keep asunder, separate,τοὺς διέεργον ἐπάλξιες Il.12.424
, cf. Hdt.1.180, Pi.N.6.2, Th.3.107, E.Fr.382.6, PTeb.50.6 (ii B. C.);δ. τινὰ τοῦ μὴ συγκεχύσθαι Arist.HA 562a25
;ποταμοὶ δ. [τινὰς] τῆς ὄκαδε ὁδοῦ X.An.3.1.2
:— [voice] Pass.,πόρῳ διείργεται τῆς Ἀττικῆς ἡ νῆσος Plu.Them.13
;χώρα ἰσθμῷ δ. μὴ νῆσον εἶναι Polyaen.2.2.4
: c. inf., to be prevented from.., Porph.Abst.2.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διείργω
-
46 διορίζω
A : [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense (v. infr. 1.3):—draw a boundary through, delimit, separate, Hdt.4.42;τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίης D.S.1.55
;δίχα δ. Pl.Sph. 267a
: metaph.,οὐ στενῷ τῷ ἰσθμῷ διώρισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.Hist.Conscr.7
.2 distinguish, determine, define,τὰ οὐνόματα Hdt.4.45
;θεοῖσι.. γέρα τίς ἄλλος ἢ 'γὼ.. διώρισεν; A.Pr. 440
; πτῆσιν οἰωνῶν.. διώρισα, of auguries, ib. 489; σῖτον δ' εἰδέναι δ. so as to know it, Id.Fr. 182;γλυκὺν οἶνον καὶ οἰνώδεα Hp.Acut.50
;δ. ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια Pl.Lg. 860e
, cf. Cra. 391d;δ. περὶ ἐνεργείας τί ἐστιν Arist.Metaph. 1048a26
; define logically,δ. κατὰ τὰς διαφοράς Id.Top. 146b20
, cf. EN 1103a3 ([voice] Pass.), etc.:—[voice] Med., pronounce clearly,Alex.
301.3 determine, declare, : c. inf., determine one to be so and so,καθαρὸν διώρισεν εἶναι D.20.158
: with inf. omitted, :— [voice] Med., δηλοῖ καὶ δ. ὅτι .. D.18.40; διορισαμένων ὅπως .. Id.56.11;διορίσασθαι τίς αἱρετώτατος βίος Arist.Pol. 1323a15
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,ἃ χρὴ ποιεῖν διωρίσμεθα D.24.192
:—[voice] Pass., διώρισται ὁπότερον .. And.4.8; it being prescribed,Lys.
30.4; ;ἐν τῷ διωρισμένῳ χρόνῳ PTeb. 105.33
(ii B. C.), etc.: impers., διοριεῖται περί τινος we will give precepts about.., Hp.Art.9;ἐν οἷς [λόγοις] διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν Arist.Pol. 1282b20
, cf. EN 1136a10.4 draw distinctions, lay down definitions,οὐδ' ὁτιοῦν διορίζων D.21.104
;τοῦτό μοι.. διόρισον Pl. Grg. 488d
:—mostly in [voice] Med.,δ. περί τινος And.3.12
, Isoc.3.5, Arist. Ph. 200b15;πρὸς ἀλλήλους Pl.Grg. 457c
; δίκην διωρίσω didst settle the conditions of the trial, Ar.Ach. 364.II remove across the frontier, banish,ἔξω τῶν ὅρων Pl.Lg. 873e
;τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Isoc.4.174
;τινὰ ὑπὲρ θυμέλας E. Ion46
: generally, carry abroad,στράτευμα Τροίαν ἔπι Id.Hel. 394
; δ. πόδα to depart, ib. 828.IV [voice] Pass., to be discontinuous, opp. συνάπτω, Arist.Cat. 4b28; διωρισμένος, opp. συνεχής, ib.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορίζω
-
47 παρακλίνω
A bend, turn aside, ἦκα παρακλίνας κεφαλήν Od.20.301 ; π. τοὺς μυκτῆρας πρὸςτὰς λαύρας Ar. Pax 157
; π. τὴν πύλην set it ajar, Hdt.3.156 ; π. τῆς αὐλείας open a bit of the hall-door, Ar. Pax 981.2 metaph., ἄλλῃ παρκλίνωσι δίκας turn justice from her path, Hes.Op. 262 ;π. τὸν νόμον Arist.Rh.Al. 1444b16
; of words, σμικρόν τι π. alter slightly, Pl.Cra. 410a, cf. 400c.3 lay beside, τὰς λαγόνας γυναιξί dub. in LXX Si. 47.19 (v. παρανακλίνω), cf. Ruf.Ren.Ves.1.13 :—[voice] Med. and [voice] Pass., lie alongside, Hp.Art.54 ; lie down beside, τινι Theoc.2.44, AP5.293 (Agath.); lie side by side, Arist.HA 540a1 ; of adjacent lands,Πελοπηῒς ὅση παρακέκλιται Ἰσθμῷ Call.Del.72
.4 [voice] Med., turn aside, Ant.Lib.17.6.II intr., turn aside, Il.23.424 (where however ἵππους may be supplied) ; παρακλίνασα having swerved from her first seeming, A.Ag. 744 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακλίνω
-
48 τανύω
A- ύσω AP5.261
(Paul. Sil.); [dialect] Ep.- ύω Od.21.152
, 174, : [tense] aor. ἐτάνῠσα, [dialect] Ep.ἐτάνυσσα Od.24.177
;τάνυσσα Il.14.389
; part.τανύσας Hp.Steril.244
:—[voice] Med., [dialect] Ep.[tense] fut. τανύσσομαι in pass. sense, Archil.3: [dialect] Ep. [tense] aor. part.τανυσσάμενος Il.4.112
:—[voice] Pass., [ per.] 3sg. [tense] pf.τετάνυσται Od.9.116
; part.τετανυμένος Gal.13.991
, τετανυμμένος (sic) Dioscorus in PLit.Lond. 98 ii 10: 3 [tense] fut.τετανύσσεται Orph.L. 324
: [tense] aor. , etc., [dialect] Ep. [ per.] 3pl.τάνυσθεν Il.16.475
, Od.16.175. [[pron. full] ῠ always, exc. ἐκτανῡειν (s.v.l.) in Anacreont.35.5.] [dialect] Ep. Verb (used twice by Pi., never by Trag.):—stretch, strain,βοείην Il.17.390
, 391; ἶριν ib. 547; τ. βιόν string a bow, Od.24.177; οὐ μὲν ἐγὼ τανύω I cannot string it, 21.152, cf. 171, 174 (so in [voice] Med., τὸ μὲν [τόξον].. τανυσσάμενος having strung his bow, Il.4.112, cf. Archil.3); of putting the strings to a harp,ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν Od.21.407
(also in [voice] Med.,ὀΐων ἐτανύσσατο χορδάς h.Merc.51
); τ. κανόνα pull the weaving-bar in, in weaving, Il.23.761; ὅππως.. τανύσῃ βοέοισιν ἱμᾶσιν how to urge on [the horses], ib. 324; ἐπὶ Ἀκράγαντι τανύσσας (sc. ὀϊστούς) having aimed them, Pi.O.2.91; ἐπ' Ἰσθμῷ ἅρμα τάνυεν was driving it to the Isthmus, ib.8.49; τ. ὦτα λόγοις lend attentive ear, AP7.562 (Jul.); τ. ὄμμα ἐπί τινος, ἐς οὐρανόν, ib.5.261 (Paul. Sil.), 9.188:—[voice] Pass., to be stretched or strained, γναθμοὶ τάνυσθεν (for ἐτανύσθησαν ) the hollow cheeks filled out, Od.16.175;τετάνυστο λαίφεα A.R.1.606
.2 metaph., strain, make more intense,μάχην Il.11.336
;ἔριδα 14.389
;κακὸν πόνον 17.401
: more fully, ὁμοιίου πτολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ' ἀμφοτέροισι τάνυσσαν (cf. ) 13.359:—[voice] Pass., strain or exert oneself, run at full stretch, of horses galloping, ; ἐν ῥυτῆρσι τάνυσθεν ib. 475; of mules,ἄμοτον τανύοντο Od.6.83
.II stretch out in length, lay out, lay, ;ἔγχος ἐπ' ἰκριόφιν τ. νεός Od.15.283
; ἐτάνυσσε τράπεζαν set out a long table, 4.54, 15.137; τ. τινὰ ἐν κονίῃς, ἐπὶ γαίῃ, lay one in the dust, stretch him at his length, Il.23.25, Od.18.92; ἕνα δρόμον τ. form one long flight, of cranes, Arat.1011:—[voice] Pass., lie stretched out, τάπης τετάνυστο was spread, Il.10.156;σύες.. εὑόμενοι τανύοντο διὰ φλογός 9.468
;ἐπ' αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο Od.4.135
; extend, ; ; ἐτανύσθη πάντῃ he stretched himself every way, Hes.Th. 177;ἐπὶ χθονὶ κεῖτο τανυσθείς Il.20.483
, cf. 13.392, etc. (so in [voice] Med.,κεῖτο τανυσσάμενος Od.9.298
); also τρίβος τετάνυστο the path stretched away, Theoc.25.157;νὺξ τετάνυσται Arat.557
; πλόος τ. A.R.4.1583 (dub. l.). -
49 ἵζω
Aἷζον Il.20.15
, E.Alc. 946, [dialect] Ion.ἵζεσκον Od.3.409
: [tense] aor.εἷσα Il.23.359
, Hdt. 3.61, IG3.701, Hymn.Is.5, etc.; imper.εἷσον Od.7.163
codd.; part.ἕσας 10.361
, Cyren. acc. ἕσσαντα (v. infr.); inf.ἕσσαι Pi.P.4.273
(the only tenses in Hom.): [tense] aor.ἵζησα D.C.50.2
, 58.5, etc.: [tense] pf. ἵζηκα ([etym.] ἐν-) Gal.2.691, 15.452, ([etym.] συν-) Philostr.Im.2.20:—[voice] Med., v. infr. 1 and 111, and cf. ἕζομαι.—Mostly in Poets and late Prose, the [dialect] Att. Prose form being καθίζω: (Redupl. si-sd-ō, [tense] aor. (augmented) e-sed-s-, cf. ἕζομαι, ἑδος):I causal, make to sit, seat, place, set,μή μ' ἐς θρόνον ἵζε Il.24.553
, cf. Hdt.3.61;βουλὴν ἷζε Il.2.53
;ἵζει μάντιν ἐν θρόνοις A.Eu.18
; ὅς μ' ἐπὶ βουσὶν εἷσ' set me over the oxen, Od.20.210; σκοπὸν εἷσε set as a spy, Il.23.359; λόχον εἷσαν laid an ambush, 4.392; εἷσεν δὲ (v.l. δ' ἐν) Σχερίῃ settled [them] in Scheria, Od.6.8, cf. Il.2.549;ἐπὶ χώρας ἕσσαι Pi.P.
l.c.;ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἵζειν τοὺς βασιλέας Hdt.6.57
; ἕσσαντα ἐπὶ τῷ ὠδῷ having caused (the suppliant) to sit on the threshold, Berl.Sitzb.1927.170 ([place name] Cyrene): rare in Trag., σὺ γάρ νιν εἰς τόδ' εἷσας αὔχημ ' for thou didst throne her in this pride, S.OC 713 (lyr.).2 later in [tense] aor. 1 [voice] Med. εἱσάμην, [ per.] 3sg.εἵσατο IG12(5).615
(Iulis, v B.C., written εσατο), 2.1298.4 (ii B.C.), 1336.1 (ii B.C.):— set up and dedicate temples, statues, etc. in honour of gods, Thgn.12, Hdt.1.66;τέμενος ἕσσαντο Pi.P.4.204
;ἕσσατο βωμόν Id.Oxy.408.37
: [dialect] Dor. [ per.] 3sg.hίσατο IG9(1).704
(Corc., vi B.C.), ἵσσατο ib.4.569 ([place name] Argos); [ per.] 3pl. [ἥ]σσαντο BCH33.171
(ibid., iii B.C.); part.ἑσσάμενος IG4.840.7
, 841.23 (Calauria, iii B.C.): [dialect] Att. part. prob. ἑσάμενος, θυσίας τὰς πατρίους τῶν ἑσαμένων (ἑσς-, ἐσς-, εἰς- codd.)..ἀφαιρήσεσθε Th.3.58
; laterεἱσάμενος IG22.1364
(i A.D.), Plu.Them. 22, Thes.17, Pyrrh.1, Luc.Syr.D.1, also Hdt.1.66 codd.: late [tense] fut.εἵσομαι ἱερόν A.R.2.807
.II intr., sit, sit down, Il.2.96, 792, etc.; ἷζε ἐν μέσσοισι he sat in the midst, 20.15;ἵζειν ἐς θρόνον Od.8.469
, Hdt.5.25; ;ἐπὶ θρόνου Il.18.422
, cf. Od.17.339; ἐπὶ [λίθοισιν] 3.409;ἐπ' ἄκριας ἠνεμοέσσας 16.365
; ἐπὶ κώπην, of rowers, Ar.Ra. 199;ἐπὶ κώπᾳ πηδαλίῳ τε E.Alc. 441
(lyr.);ἐπὶ τοὺς νεώς Epicr.3.12
;νέφεσσι.. Ὀλύμποιο.. ἵζων Ζεύς Pi.Pae.6.93
: c. acc. loci,ἵζειν θρόνον A.Ag. 982
(lyr.); : c. acc. cogn.,ἵ. κλωπικὰς ἕδρας Id.Rh. 512
.2 sit still, be quiet, h.Merc.457 (dub.).3 metaph., sink, εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν πόλιν sink into.., Pi.O.10(11).38;εἰς ἑτέραν ἵζει ἕδραν Pl.Ti. 53a
.III [voice] Med. in signf. 11, sit,πάροιθ'.. ἵζευ ἐμεῖο Il.3.162
;Διὸς.. ποτὶ βωμὸν ἑρκείου ἵζοιτο Od.22.335
;ἱσσάμενος ἐπὶ τῷ δαμοσίῳ ἱαρῷ Berl.Sitzb.1927.169
([place name] Cyrene); late [tense] fut.εἵσεται Phylarch.44J.
: [dialect] Dor. [tense] pres. imper. Papers of Amer.Sch.at Athens3
No. 437 ([place name] Pisidia); lie in ambush,ἔνθ' ἄρα τοί γ' ἵζοντ' Il.18.522
; freq. of an army, take up a position,ἵζεσθαι ἀντίοι τινί Hdt.9.26
; ἵζεσθαι ἐν τῷ Τηϋγέτῳ, ἐς τὸ Τηΰγετον, Id.4.145, 146; ἐν τῷ Ἰσθμῷ, ἐς τὸν Ἰσθμόν, Id.8.71; of a fleet, Id.6.5: generallyἐς ἱρὸν Ἀφροδίτης Id.1.199
;ἐς τὰ πρόθυρα Id.3.140
; in Trag.,ἐν ἁγνῷ ἵζεσθε A.Supp. 224
;ἐς θρόνους E. Ion 1618
: c. acc.,ἵζεσθαι κρήνας Id.IA 141
(lyr.).2 of things, settle down, subside,ἡ νῆσος ἱζομένη Pl.Ti. 25c
. -
50 τανύω
τανύω, spannen; häufig vom Spannen des Bogens, vom Aufziehen der Sehne, die, wenn der Bogen nicht gebraucht wird, abgespannt ist; τὸ μὲν τόξον εὖ κατέϑηκε τανυσσάμενος ποτὶ γαίῃ, nachdem er sich den Bogen gespannt hatte; Saiten spannen; κανόνα, das Webschiff straff anziehen und weben; ἱμᾶσι τανύειν, mit ledernen Riemen ziehen und lenken. Dah. auch ἅρμα τανύεν ἐπὶ Ἰσϑμῷ, den Wagen lenken. Übh. der Länge nach ausdehnen, hinbreiten, hinstellen; παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν, sie stellte der Länge nach den Tisch hin; τινὰ ἐν κονίῃς, ἐπὶ γαίῃ, einen in den Staub, zu Boden strecken. Übertr., anspannen, in heftige Spannung od. Bewegung setzen, heftig anregen; ἔριδος κρατερῆς καὶ ὁμοιΐου πολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ' ἀμφοτέροισι τάνυσσαν, nachdem sie das Seil des Krieges unter einander geknüpft hatten, spannten sie es an, = kämpften sie gegen einander mit angestrengter Kraft. Pass. angespannt, straff werden; γναϑμοὶ τάνυσϑεν, für ἐτανύσϑησαν, die vorher runzligen Wangen wurden straff und voll; sich hinstrecken, ausdehnen; ἐτανύσϑη πάντη, er streckte sich ringsher aus; τανυσϑείς, hingestreckt, tot zu Boden gestreckt. Übertr., sich anspannen, sich anstrengen; ἵπποι τανύοντο ἄψοῤῥον προτὶ ἄστυ, die Rosse eilten in gestrecktem Laufe zurück zur Stadt; ἐν ῥυτῆρσι τάνυσϑεν, von den Pferden, sie streckten sich aus in den Strängen, von der Lage des Pferdeleibes beim Laufe; von Maultieren
См. также в других словарях:
Ἰσθμῶ — ἰσθμός neck masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμῶ — ἰσθμός neck masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμῷ — ἰσθμός neck masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμῷ — ἰσθμός neck masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμῶι — Ἰσθμῷ , ἰσθμός neck masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμῶι — ἰσθμῷ , ἰσθμός neck masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισθμοί — Ἰσθμοῑ (Α) επίρρ. 1. στον Ισθμό, επί τού Ισθμού, ἐν τῷ Ισθμῷ 2. στα Ίσθμια, στους Ισθμικούς αγώνες («Ἰσθμοῑ τά τ ἐν Νεμέᾳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰσθμός + επιρρ. κατάλ. οι (πρβλ. οἴκ οι)] … Dictionary of Greek
επιμονή — η (AM ἐπιμονή) [επιμένω] εμμονή, σταθερότητα (α. «εξακολούθησαν να ξεφυλλίζουν τ’ αραποσίτι με την ίδια προθυμία κι επιμονή», Καρκαβίτσας β. «ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὖτος ὁ ἀνήρ», Πλάτ.) νεοελλ. πείσμα μσν. διάρκεια αρχ. 1. χρονοτριβή,… … Dictionary of Greek
ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος … Dictionary of Greek
ορσοτρίαινα — ὀρσοτρίαινα, ὁ (Α) (δωρ. τ.) αυτός που πάλλει, που κινεί την τρίαινα («ὀρσοτρίαινα δ ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα... τανύειν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσο , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι), με συνδετικό φωνήεν ο + τρίαινα] … Dictionary of Greek
τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… … Dictionary of Greek