Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἷζε

См. также в других словарях:

  • ἵζε — ἵζω si sd o pres imperat act 2nd sg ἵζω si sd o imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἷζε — ἷ̱ζε , ἵζω si sd o imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵζ' — ἵζε , ἵζω si sd o pres imperat act 2nd sg ἵζε , ἵζω si sd o imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • AESYETES — vir ex cuius sepulchro ad Troiam exstructo speculabatur Polites, quod in navibus suis facerent Graeci. Homer. in Catalogo. Εἵσατο δὲ φθοτγην` ὗϊ Πριάμοιο Πολίτῃ, Ο῝ς Τρώων οκοπὸς ῖζε ποδωκέιῃϚι πεποιθὼς, Τύμβῳ ἐπ᾿ ἀκροτάτῳ Αἰσυήταο γέροντος,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οπότε — (Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα) (επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι… …   Dictionary of Greek

  • πολύκμητος — ον, Α 1. ο επεξεργασμένος με πολύ κόπο («... χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος», Ομ. Ιλ.) 2. καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος με πολλή προσοχή («...ἐπ οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο», Απολλ. Ρόδ.) 3. επίπονος, γεμάτος κόπο («ἐς πολέμοιο… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Λεντού, Κλοντ-Νικολά — (Claude NicolasLedoux, Ντορμάν 1736 – Παρίσι 1806). Γάλλος αρχιτέκτονας. Ήταν μαθητής του Μπλοντέλ· επηρεασμένος από τον δάσκαλό του, ο οποίος ανανέωσε το ενδιαφέρον για τα μνημεία της αρχαιότητας, υπήρξε κλασικιστής και ορθολογιστής αρχιτέκτονας …   Dictionary of Greek

  • Μπλοχ, Έρνεστ — (Ernest Bloch, Γενεύη 1888 – Πόρτλαντ ΗΠΑ 1959). Ελβετός συνθέτης, εβραϊκής καταγωγής. Άρχισε να συνθέτει από νεαρός και σε ηλικία δεκαπέντε ετών έγραψε μια Συμφωνία της Ανατολής. Τα σπουδαιότερα έργα της νεανικής του περιόδου είναι το συμφωνικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»