Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἰσθμῶ

  • 1 επιμονη

        ἥ
        1) упорство, настойчивость, стойкость, твердость
        

    ἀγαστὸς κατὰ τέν ἐπιμονέν ὅ ἀνήρ Plat. — муж удивительной стойкости;

        ἐ. ζητήσεως Sext.настойчивость в исследовании

        2) задержка, остановка
        3) постоянство, неизменность
        

    (τῆς ψυχῆς Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > επιμονη

  • 2 ιζω

         ἵζω
        (impf. эп. iter. ἵζεσκον; fut. и aor. только поздн.)
        1) тж. med. садиться
        

    (ἐπὴ θρόνου, ἐς θρόνον Hom.; ἐς τὰ πρόθυρα τῶν οἰκίων, ἐπὴ τὸ δεῖπνον Her.)

        ἵζε, πέπον Hom. — садись, голубчик;
        ἵζευ ἐμεῖο Hom. — сядь со мною;
        μέ ἵζου κρήνας Eur. — не садись (отдыхать) у источников;
        μερμήριζε, ἢ Διὸς ποτὴ βωμὸν ἵζοιτο Hom. (Фемий) обдумывал, не сесть ли (т.е. не искать ли ему защиты) у алтаря Зевса;
        ἐπὴ κώπην ἵ. Arph.садиться (т.е. браться) за весло

        2) сидеть
        

    (ἐπ΄ ἄκριας Hom.; ἐπὴ πηδαλίῳ Eur.)

        ὅ θρόνος, ἐς τὸν ἵζων ἐδίκαζε Her. — кресло, сидя в котором ( или садясь в которое Сисамн) творил суд

        3) сажать
        

    (τινὰ ἐς θρόνον Hom.; τινὰ ἐν θρόνοις Aesch.)

        4) (о совете, совещании) собирать, созывать, устраивать
        5) тж. med. садиться в засаду, залечь
        ἵ. κλωπικὰς ἕδρας Eur. — залечь в засаду, притаиться

        6) med. ( об армии) располагаться, размещаться, занимать позиции
        

    (ἐν τῷ Ἰσθμῷ и ἐς τὸν Ἰσθμόν Her.)

        7) тж. med. опускаться, погружаться
        

    (ἵ. εἰς ὀχετὸν ἄτας Pind.)

        ἥ νῆσος ἱζομένη Plat.осевший (на дно океана) остров (Атлантида)

    Древнегреческо-русский словарь > ιζω

См. также в других словарях:

  • Ἰσθμῶ — ἰσθμός neck masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμῶ — ἰσθμός neck masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμῷ — ἰσθμός neck masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμῷ — ἰσθμός neck masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσθμῶι — Ἰσθμῷ , ἰσθμός neck masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσθμῶι — ἰσθμῷ , ἰσθμός neck masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισθμοί — Ἰσθμοῑ (Α) επίρρ. 1. στον Ισθμό, επί τού Ισθμού, ἐν τῷ Ισθμῷ 2. στα Ίσθμια, στους Ισθμικούς αγώνες («Ἰσθμοῑ τά τ ἐν Νεμέᾳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰσθμός + επιρρ. κατάλ. οι (πρβλ. οἴκ οι)] …   Dictionary of Greek

  • επιμονή — η (AM ἐπιμονή) [επιμένω] εμμονή, σταθερότητα (α. «εξακολούθησαν να ξεφυλλίζουν τ’ αραποσίτι με την ίδια προθυμία κι επιμονή», Καρκαβίτσας β. «ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὖτος ὁ ἀνήρ», Πλάτ.) νεοελλ. πείσμα μσν. διάρκεια αρχ. 1. χρονοτριβή,… …   Dictionary of Greek

  • ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος …   Dictionary of Greek

  • ορσοτρίαινα — ὀρσοτρίαινα, ὁ (Α) (δωρ. τ.) αυτός που πάλλει, που κινεί την τρίαινα («ὀρσοτρίαινα δ ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα... τανύειν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσο , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι), με συνδετικό φωνήεν ο + τρίαινα] …   Dictionary of Greek

  • τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»