-
41 πτηνος
-
42 ταρφυς
ταρφεῖα(Aesch. ταρφύς)
, ταρφύ (pl. f тж. ταρφειαί) частый, густой(ἰοί Hom.; θρίξ Aesch.)
τὰ δράγματα ταρφέα πίπτει Hom. — охапка падает за охапкой -
43 ωκυμορος
-
44 ретровирусы
οι αντίστροφοι ιοί, οι ρετροϊοί.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ретровирусы
-
45 βουγάιοι
βουγά̱ϊοι, βουγάιοςbully: masc nom /voc pl -
46 δάιοι
δά̱ϊοι, δάιοςhostile: masc nom /voc pl -
47 Βοιώτιος
1 Boeotianἀρχαῖον ὄνειδος Βοιωτίαν ὗν O. 6.90
ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον (cf.Σ. O. 6.152
, ὅτι διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὕες ἐκαλοῦντο) fr. 83. pl. pro subs., ἀγῶνές τ' ἔννομοι Βοιωτίων (βοιωτῶν, -ίας vv. ll.: - ιοι byz.) O. 7.85 -
48 κύριος
a of people, authoritativeξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν O. 1.104
κυριώτερο[ς λτ;εἰς σοφίας λόγον> (sc. Παλαμήδης: supp. Snell ex Aristide, qui verba laudavisse videtur: αὐτὸν (= Παλαμήδεα) κυριώτερον τοῦ Ὀδυσσέως εἰς σοφίας λόγον, ὡς ἔφη Πίνδαρος) fr. 260. 7. c. gen., master of,πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58
θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν (cf. ἐπίκουρος) N. 7.51Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53
b of time, appointed κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ πέμποισ ἀμφιπόλους at the birth of Iamos O. 6.32 κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους Apollo P. 9.44c dub. & frag. [v.μυρίος, Pae. 6.118
] ]ων κύριοι[ Πα. 13b. 24. -
49 Παρνασσίς
Παρνασσίς f. adj.,1 of Parnassos ἐστεφανωμένον υἱὸν ποίᾳ Παρνασσίδι (Boeckh: Παρνασίᾳ codd.) P. 8.20 παρ]νασσίδι (supp. Lobel: -ιδι Π̆{pc}: -ιοι Π̆{ac}) fr. 215b. 10. -
50 λείπω
Aἔλειπον Il.19.288
, etc.: [tense] fut.λείψω 18.11
: [tense] aor. 1 ἔλειψα, part. (= Antiph.32), elsewh. only late, Plb.12.15.12 ( παρ-), Str.6.3.10 ( παρ-), Ps.-Phoc.77 (ἀπ-), etc.; uncompounded, Ptol.Alm.10.4, Luc.Par.42, Ps.-Callisth.1.44 (cod. C); also in later Poets, Man.1.153, Opp.C.2.33, and in Inscrr., Epigr.Gr.522.16 ([place name] Thessalonica), 314.27 ([place name] Smyrna), etc.: but correct writers normally use [tense] aor. 2ἔλῐπον Il.2.35
, A.Pers. 984 (lyr.), etc.: [tense] pf.λέλοιπα Od.14.134
: [tense] plpf. ἐλελοίπειν ([dialect] Att. -η) X.Cyr.2.1.21:—[voice] Med., in prop. sense chiefly in compds.: [tense] aor. 2ἐλιπόμην Hdt.1.186
, 2.40, E.HF 169, etc. (in pass. sense, Il.11.693, al.):—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense , Hdt.7.8.ά, 48; alsoλειφθήσομαι S.Ph. 1071
, λελείψομαι Il.24.742, Th.5.105, etc.: [tense] aor.ἐλείφθην, λείφθην Pi.O.2.43
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. : [tense] pf.λέλειμμαι Il.13.256
, Democr.228, Pl.Ti. 61a, etc.: [tense] plpf.ἐλελείμμην Il.2.700
; [dialect] Ep.λέλειπτο 10.256
: [dialect] Ep. [tense] aor. alsoἔλειπτο A.R.1.45
, etc.:1 leave, quit, Ἑλλάδα, δώματα, etc., Il.9.447, Od.21.116, etc.: with a neg., [σκόπελον] οὔ ποτε κύματα λείπει Il.2.396
;νιν.. χιὼν οὐδαμὰ λ. S.Ant. 830
(lyr.); χερσὶν ὕπο Τρώων λείψειν φάος ἠελίοιο, i.e. die, be killed, Il.18.11;λ. τὸν βίον ὑπό τινος Pl.Lg. 872e
; λ. βίον, βίοτον, etc., S.El. 1444, E.Hel. 226 (lyr.), etc.;αὐτόχειρι σφαγῇ λ. βίον Id.Or. 948
.b conversely,τὸν δ' ἔλιπε ψυχή Il.5.696
, Od.14.426;τὸν.. λίπε θυμός Il.4.470
;ἔπειτά με καὶ λίποι αἰών 5.685
, cf. Od.7.224;λίπε δ' ὀστέα θυμός Il.16.743
; ψυχὴ δὲ λέλοιπεν (sc. ὀστέα) Od.14.134; νῦν δ' ἤδη πάντα λέλοιπεν (sc. ἐμέ) ib. 213; in these two last passages some take it intr., is gone, v. infr. 11.2 leave behind, leave at home,παιδὶ τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες Od.13.403
, cf. Il.5.480; esp. of dying men, leave (as a legacy), Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ [τὸσκῆπτρον] 2.106; , cf. S.Aj. 973; παῖδα ὀρφανὸν λ. ib. 653; λ. ἄρρενας, θυγατέρας, Pl.Lg. 923e, 924e;λ. εὔκλειαν ἐν δόμοισι A.Ch. 348
(lyr.):—also in [voice] Med., leave behind one (as a memorial to posterity),μνημόσυνον λιπέσθαι Hdt.1.186
, 6.109, al.;λιπέσθαι τιμωρούς E. HF 169
;διαδόχους ἐμαυτῷ Plu.Aem.36
, etc.b leave standing, leave remaining, spare,οἰκίαν οὐδεμίαν X.An.7.4.1
;μηδένα Id.HG2.3.41
, Pl.R. 567b, etc.3 leave, forsake, Il.17.13, etc.;λ. τινὰ χαμαί Pi.O.6.45
; ; τὴν αὑτοῦ φύσιν λ. ib. 903;λ. τὴν τάξιν Pl.Ap. 29a
, etc.; λ. ἐράνους fail in paying.., D.27.25, cf. 25.22; λ. δασμόν, φοράν, X.Cyr.3.1.1, 34; λ. μαρτυρίαν, ὅρκον, fail in.., D.49.19, 59.60, λ. δίκην allow it to go by default, SIG134b24 (Milet., iv B.C.); λοιβὰς.. οὐ λίπε neglected them not, IG3.1337.8.b conversely, λίπον ἰοὶ ἄνακτα they failed him, Od.22.119.4 Math., lose or drop something, i.e. have something subtracted from it, τὸ KP λιπὸν τὸ BO the area KP minus the area BO, Apollon.Perg.3.12, cf. Ptol.Alm. 10.4, al., Dioph.2.21.II intr., to be gone, depart, Epigr.Gr.149.2 ([place name] Rhenea); v. supr. 1.1b.2 to be wanting or missing,οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ' οἴκου.. αἰκία S.El. 514
(lyr.); (lyr.); (lyr.); λείπουσιν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς [τρίχες] Arist.HA 518a24;ἔτι ἕν σοι λείπει Ev.Luc.18.22
; τί λείπει τῶν ἐπιτηδείων αὐταῖς; Plb.10.18.8; τί γάρ σοι λείπει; Arr.Epict.2.22.5, cf. Diog.Oen.64; [εἰς τὴν προκειμένην πραγματείαν] τὸ ὑφ' οὗ γίνεται.. μὴ ῥηθὲν οὐ λείπει is not needed, Marcellin.Puls.69: c. inf., λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν ἤδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι nihil absunt quin.., S.OT 1232: so c. gen.,βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν Plb.2.14.6
, etc.; πρότασις τῆς προειρημένης λείπουσα ὑποθέσει a proposition containing less in the hypothesis than that aforesaid, Papp.648.1: freq. with numerals,κεφάλαιον γίγνεται μικροῦ λείποντος πέντε καὶ δέκα τάλαντα Lys.19.43
;οὐ πολὺ λεῖπον τῶν ἐνενήκοντα ἐτῶν Plb.12.16.13
; : generally,παντὸς μὲν οὖν λείπει Pl.Lg. 728a
; ὁ λιπών ib. 759e; τὸ λεῖπον what is lacking, Plb.4.38.9, etc.; esp. Gramm., to be incomplete, of a phrase,λειπούσης τῆς φράσεως A.D.Adv.159.28
, al.; to be wanting, omitted,λείποντος τοῦ καί Id.Conj.225.24
: also c. dat.,λείπει ἡ κεῖνος φωνὴ τῷ ε ¯ Id.Adv.147.17
.b of the moon, to be invisible (cf. λειψιφαής), Plot.2.3.5.c λείποντα εἴδη, in Algebra, = λείψεις, negative terms, Dioph.1Def.10.B [voice] Pass., to be left, left behind,ἄλοχος Φυλάκῃ ἐλέλειπτο Il.2.700
;οἱ δ' οἶοι λείπονται Od.22.250
, etc.; also ὀπίσσω, μετόπισθε, κατόπισθε λ., Il.3.160, 22.334, Od.21.116; παῖδες.. μετόπισθε λελειμμένοι left behind in Troy, Il.24.687;μόνα.. νὼ λελειμμένα S.Ant.58
, etc.; τὸ λειπόμενον βίου (v.l. βιοτᾶς) Ariphron 1 (= IG3.171).b Math., to be subtracted: τὸ ἀπὸ τῆς ΔΦ λειφθὲν ὑπὸ τοῦ ἀπὸ τῆς ΔΑ ποιεῖ .., the square on ΔΦ subtracted from the square on ΔΑ gives.., Ptol.Alm. 10.7.2 remain, remain over and above,τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται Il.10.253
; ;ὀλίγων σφι ἡμερέων λείπεται σιτία Hdt.9.45
;ὃ πᾶσι λ. βροτοῖς.. ἐλπίς E.Tr. 681
;αὐτόνομοι ἐλείφθημεν Th.3.11
;ἕως ἄν τι λείπηται Id.8.81
: impers., λείπεται it remains, Pl.Tht. 157e: c.acc. et inf.,πεπληρῶσθαί με Id.Phdr. 235c
.II c. gen.,1 to be left without, to be forsaken of,κτεάνων λειφθεὶς καὶ φίλων Pi.I.2.11
;σοῦ λελειμμένη S. Ant. 548
; but στρατὸν λελειμμένον δορός which has been left by the spear, i.e. not slain, A.Ag. 517.2 to be left behind in a race, Il. 23.407, 409, Od.8.125; λελειμμένος οἰῶν lingering behind the sheep, 9.448; λείπετ'.. Μενελάου δουρὸς ἐρωήν he was left a spear's throw behind Menelaus, Il.23.529; ἐς δίσκουρα λέλειπτο he had been left behind as much as a quoit's throw, ib. 523; , cf. E.Hipp. 1244; τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι not to lag behind the herald, Th.1.131; but ἀπό τινος to be left behind by one, Il.9.437, 445; λ. βασιλέος or ἀπὸ βασιλέος by the king, Hdt.8.113, 9.66; λείπεσθαι τοῦ καιροῦ to be behind time, X.Cyr.6.3.29;τῆς ναυμαχίης Id.7.168
;τῆς ἐξόδου Id.9.19
; but, λείπου μηδὲ σύ, παρθέν', ἀπ' οἴκων fail not [to come] from the house, i.e. follow us, dub. in S. Tr. 1275 (anap.): abs., to be left behind, be absent, Hdt.7.229, 8.44.3 come short of, be inferior to, τινος, like ἐλαττοῦσθαι, ἡττᾶσθαι, ὑστερεῖσθαί τινος, because the Verb has a comp. sense, Id.7.48, etc.; οὐκ ἔσθ' ὁποίας λείπεται τόδ' ἡδονῆς falls short of.., E.Fr.138.3; λείπεσθαί τινος ἔς τι or ἔν τινι, Hdt.1.99, 7.8. ά (v. infr. 4);περί τι Plb.6.52.8
; ; ;ξύνεσιν οὐδενὸς λ. Th.6.72
;πλήθει λ. X.HG7.4.24
;πλήθει ἡμῶν λειφθέντες Id.An.7.7.31
; οὐδ' ἔτι θηρὸς ἐλείπετο δερκομένοισιν, i.e. resembled.., Epic.in Arch.Pap.7p.4: also c. gen. rei,λειφθῆναι μάχης E.Heracl. 732
;οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι Id.Or. 1041
: Math., τὸ ἐγγραφὲν τοῦ περιγραφέντος ἐλάσσονι λείπεται the inscribed figure falls short of the circumscribed by less than.., Archim.Con.Sph.21: also c. dat. rei,λειφθῆναι μάχῃ A.Pers. 344
: c. part.,οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων X.Oec.18.5
; λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων you come short of, understand not my plans, E.Or. 1085;λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων Id.Hel. 1246
: abs., to be defeated, Plb.1.62.6;ὑπό τινος AP11.224
(Antip.); λείπεσθαι ἐν [τῇ ἀγορανομίᾳ], Lat. repulsam ferre, Plu. Mar.5, etc.: abs., in part., ἄνδρας λελειμμένους inferior men, A.Fr. 37; also, the poor,IG
14.1839.7.4 to be wanting or lacking in a thing, fail of or in, c. gen.,ὀδυρμάτων ἐλείπετ' οὐδέν S.Tr. 937
;γνώμας λειπομένα σοφᾶς Id.El. 474
(lyr.); ; λελ. λόγου failing to heed my word, S.Aj. 543; μῆνας ἓξ.. λειπόμενος (sc. τῶν εἴκοσι ἐτῶν) Epigr.Gr. 519 ([place name] Thessalonica); also,λ. ἐν τῷ μὴ δύνασθαι μηδ' ὁρᾶν S.OC 495
; v. supr.3.5 to be in need of,τῆς σῆς βοηθείας A.D.Synt.289.28
. (I.-E. leiq[uglide]-, cf. Lat. li-n-quo, Skt. ric-, [tense] pres. [ per.] 3sg. ri-ṇa-k-ti 'leaves', etc.) -
51 μελάγχολος
μελάγ-χολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάγχολος
-
52 μεταχείριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταχείριος
-
53 προσπίτνω
II of things, fall upon,ἰοὶ προσπίτνοντες ὤλλυσαν A.Pers. 461
; of passion, σοὶ φρενῶν χόλος π. E.Med. 1266 (lyr.).III fall down to or before, supplicate, abs.,αἰτοῦ δὲ προσπίτνουσα S.El. 453
: c. dat.,προσπίτνομέν σοι Id.OC 1754
(anap.): more freq. c. acc., A. Pers. 152 (anap.), E.Ph. 924, Andr. 537 (anap.), Tr. 762;ἐμὸν γόνυ Id.Supp.10
;μνῆμα Id.Hel.64
;προσπίτνω σε γόνασι S.Ph. 485
; γονυπετεῖς ἕδρας π. τινά fall before one in kneeling posture, E.Ph. 293 (lyr.): c. inf., π. σε μὴ θανεῖν I beseech thee that I may not die, Id.El. 221.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσπίτνω
-
54 πτερόεις
A (lyr.), Ph. 1019 (lyr.);πτεροῦντος Id. Ion 202
(lyr.); :—feathered, winged, ὀϊστοί, ἰοί, Il.5.171, 16.773; ; αἰετός, Πάγασος, Pi.P.2.50, I.7(6).44; π. κόρα, of the Sphinx, S.OT 508 (lyr.); π. ἵππος, of Pegasus, E. Ion 202 (lyr.); ἵπποι π., of the horses of the Sun, Id.El. 466 (lyr.); (anap.); fluttering,λαισήϊα Il.5.453
,12.426.II metaph., esp. in [dialect] Ep., in phrase ἔπεα πτερόεντα winged words, Il.1.201,al.; alsoπ. ὕμνος Pi. I.5(4).63
;πτερόεντι τροχῷ Id.P.2.22
; (lyr.);θυμός A.R.4.23
: applied by Call. to the τέττιξ, Aet.Oxy.2079.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτερόεις
-
55 πτηνοβόλος
πτηνοβόλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτηνοβόλος
-
56 πτηνός
πτηνός, ή, όν, [dialect] Dor. [full] πτανός, ά, όν; also ός, όν Pl.Prt. 320e: ([etym.] πτῆναι, πέτομαι):—A flying, winged, Διὸς π. κύων, i.e. eagle, A.Pr. 1022, cf. Ag. 136 (lyr.);π. ὄφις Id.Eu. 181
; ὄρνις, οἰωνός, S.Ph. 955, Ant. 1082; Ἔρως, ἵπποι, E.Hipp. 1275 (lyr.), IT 193 (lyr.); ; also of arrows,π. ἰοί S.Ph. 166
(anap.); ; π. φυγή, of birds, Pl.Prt. 320e.2 τὰ π. winged creatures, birds, A.Ch. 591 (lyr.), S.Aj. 168 (anap.), E. Ion 504 (lyr.), etc.;πτηνὸν ὀρνίθων γένος Ar. Av. 1707
;πτηνῶν γένη Id.Th.46
; opp. τὰ πεζά, Pl.Smp. 207a; opp. τὰ πεζά and τὰ πλωτά, Arist.HA 488a1, cf. 542a23: hence πταναὶ θῆραι the pursuit of winged game, S.Ph. 1146 (lyr.); ἡ [θήρα] τῶν π. Pl. Lg. 823b: of young birds, fledged, E.Tr. 146 (lyr.).II metaph., πτηνοὶ μῦθοι, Homer's ἔπεα πτερόεντα, E.Or. 1176: but κοῦφοι καὶ π. λόγοι fleeting, idle words, Pl.Lg. 717d;π. ὄνειροι E.IT 571
; πτηνὰς διώκεις ἐλπίδας fleeting hopes, Id.Fr. 271.2 πτανὰ ἰσχύς soaring, aspiring strength, Pi.Fr.107.3. -
57 ταρφύς
A , prob. in Pers. 926 (lyr.):— thick, close,θρίξ A.Th.
l.c.; ταρφέος ἐχέτλης Orac. ap. Luc.JTr. 31: Hom. only uses the pl.,ταρφέες ἰοί Il.11.387
, Od.22.246;ταρφέας ἰούς Il.15.472
;ταρφέες κεραυνοί Hes.Th. 693
;ταρφέα δράγματα Il.11.69
: neut. pl. ταρφέα as Adv., ofttimes, often, 12.47, 13.718, 22.142, Od.8.379: regul. Adv.ταρφέως B.12.86
:—Hom. also has a fem. nom. ταρφειαί and acc. ταρφειάς, so accented by Aristarch. and found in most codd., ταρφειαὶ νιφάδες, κόρυθες, Il. 19.357, 359; ταρφειὰς [νιφάδας] 12.158; ταρφείας was prescribed (prob. wrongly) by [name] D.T.ap.Hdn.Gr.2.81 in Il.12.158. (Cf. τάρφος). -
58 τετρακάτιοι
A v. τετ ρακός ιοι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρακάτιοι
-
59 τρίβος
A worn or beaten track, ἐν τρίβῳ μάλιστα οἰκημένοι in the path (of the war), Hdt.8.140. β' (soἐν τ. τοῦ πολέμου κείμενος D.H.6.34
, 11.54);τ. ἁμαξήρης E.Or. 1251
;λεπτὴν τ. ἐξανύσαντες Theoc. 25.156
; ἡ τ. τῆς ἀτραποῦ the track of the path, D.S.17.49; διασχισθέντες [τῆς ὁδοῦ] τρίβῳ τινί by following a track, X.Cyr.4.5.13.2 metaph., path, h.Merc.448;ποίην τις βιότοιο τάμοι τρίβον; AP9.359
(Posidipp.);βιότου τ. ὁδεύειν Anacreont.38.2
;ποίην τις πρὸς ἔρωτας ἴοι τρίβον; AP5.301.1
(Agath.);τῆς αἰτίας ἴχνος καὶ τ.
track,Plu.
2.68of: pl.,τρίβοι ἐρώτων A.Supp. 1042
(lyr.).2 socket, friction-joint,ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονος.. τρίβον ἑωυτῇ πεποιημένη Hp.Art.7
, cf. 55;τὸ ἔθος τρίβον ποιεῖ Id.Mochl.41
; area of friction or pressure of a bandage, Id.Off.8. -
60 χαλκήρης
χαλκ-ήρης, ες,A furnished or fitted with bronze, of spears and arrows tipped or armed with bronze, ξυστόν, δόρυ, ὀϊστός, ἰοί, Il.4.469, 5.145, 13.650, Od.1.262; χαλκήρεον (sic)ἔγχος Pancrat.
in POxy.1085.6; κυνέη, κόρυς, Il.3.316, 15.535;σάκη 17.268
; generally,χ. τεύχεα 15.544
; χ. στόλος, of a ship's beak, A.Pers. 408;ναῦς χ. Plu.Demetr.42
, Sull.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκήρης
См. также в других словарях:
ἴοι — ἴοῑ , εἶμι ibo pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰοῖ — Ἰώ the moon fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοῖ — ἰόομαι become pres ind mp 2nd sg ἰόω become pres ind mp 2nd sg ἰόω become pres opt act 3rd sg ἰόω become pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰοί — ἰόομαι become pres subj mp 2nd sg ἰόομαι become pres ind mp 2nd sg ἰός 1 arrow masc nom pl ἰός 1 arrow masc nom/voc pl ἰ̱οί , ἰός 2 poison masc nom/voc pl ἰόω become pres subj mp 2nd sg ἰόω become pres ind mp 2nd sg ἰόω become pres subj act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴοι — Ἴος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
καψίδιο — Πρωτεϊνικό κάλυμμα που περιβάλλει το γενετικό υλικό των ιών, το οποίο, συνήθως, αποτελείται από όμοιες υπομονάδες που ονομάζονται καψομερίδια. Το κ. μπορεί να έχει σχήμα κυλινδρικό, σφαιρικό ή πολυεδρικό και η δομή του καθορίζεται από την… … Dictionary of Greek
Λούρια, Σαλβαντόρ — (Salvador Luria, Τορίνο, Ιταλία 1912 – 1991). Αμερικανός βιολόγος, ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Τορίνο και συνέχισε διεξάγοντας έρευνες αρχικά στο Παρίσι (1938 40) και αργότερα σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπου μεταξύ… … Dictionary of Greek
νάιοι — νά̱ϊοι , νήιος masc nom/voc pl (doric) νά̱ϊοι , νήιος masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)