-
1 Παλαμήδεα
Παλαμήδηςthe Inventor: masc acc sg (epic ionic) -
2 κύριος
a of people, authoritativeξένον μή τιν' δύναμιν κυριώτερον τῶν γε νῦν O. 1.104
κυριώτερο[ς λτ;εἰς σοφίας λόγον> (sc. Παλαμήδης: supp. Snell ex Aristide, qui verba laudavisse videtur: αὐτὸν (= Παλαμήδεα) κυριώτερον τοῦ Ὀδυσσέως εἰς σοφίας λόγον, ὡς ἔφη Πίνδαρος) fr. 260. 7. c. gen., master of,πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58
θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν (cf. ἐπίκουρος) N. 7.51Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53
b of time, appointed κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ πέμποισ ἀμφιπόλους at the birth of Iamos O. 6.32 κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους Apollo P. 9.44c dub. & frag. [v.μυρίος, Pae. 6.118
] ]ων κύριοι[ Πα. 13b. 24. -
3 Παλαμήδης
См. также в других словарях:
Παλαμήδεα — Παλαμήδης the Inventor masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)