Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἥκιστος

См. также в других словарях:

  • ἤκιστος — the gentlest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥκιστος — least masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήκιστος — (I) ἤκιστος, η, ον (Α) [ήκα] (υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.). (II) ἥκιστος, η, ον (Α) 1. (ως υπερθ. τού μικρός, τού κακός και… …   Dictionary of Greek

  • ἤκιστον — ἤκιστος the gentlest masc acc sg ἤκιστος the gentlest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥκιστον — ἥκιστος least masc acc sg ἥκιστος least neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡκίστη — ἥκιστος least fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡκίστους — ἥκιστος least masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡκίστῳ — ἥκιστος least masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤκιστα — ἤκιστος the gentlest neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥκιστα — ἥκιστος least neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥκιστοι — ἥκιστος least masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»