Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκήν

См. также в других словарях:

  • ακήν — ἀκὴν (Α) (αιτ. τού ἀκὴ ΙΙ*) (ως επίρρ.) αθόρυβα, σιωπηλά …   Dictionary of Greek

  • ἀκήν — ἀκή point fem acc sg (attic epic ionic) ἀκήν softly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκῆν — ἀκέω pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄκην — Ἄκης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκην — ἄκος cure neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GENETES — portus et fluv. Arrian. Steph. unde Genetaeum prom. in quo templum fuit Hospitalis Iovis, quem Xenion vocant. Steph. Val. Flacc. Argon. l. 5. v. 147. Inde genetaei rupes Iovis: Apollon. Τοὺς δὲ μετ᾿ αὐτίκ᾿ ἔπειτα Γενηταίου Διὸς ἄκην Γνάμψαντες,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …   Dictionary of Greek

  • sēk-3 —     sēk 3     English meaning: quiet, lazy     Deutsche Übersetzung: “nachlassen, träge, ruhig”     Material: Gk. Hom. ἦκα ‘still, leise, sacht, weak, slow”, ἤκιστος “langsamster”, Att. ἥκιστα “am wenigsten, gar nicht”, Hom. ἥσσων, Att. ἥττων… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»