Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἡλιαστήριον

См. также в других словарях:

  • ἡλιαστήριον — place for sunning oneself neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιαστήριο — το (Α ἡλιαστήριον) [ηλιάζω] νεοελλ. ιατρ. ειδικό διαμέρισμα θεραπευτηρίου ή νοσοκομείου που προορίζεται για τους ασθενείς που έχουν ανάγκη ηλιοθεραπείας αρχ. 1. τόπος όπου λιάζεται κάποιος 2. πάπ. τόπος όπου με λιάσιμο ξηραίνονται καρποί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»