Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἡλιώτης

См. также в других словарях:

  • ηλιώτης — ἡλιώτης, ὁ, θηλ. ἡλιῶτις, ποιητ. τ. θηλ. ἠελιῶτις, ἡ (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ήλιο («ἀκτῑν ἐς ἡλιῶτιν», Σοφ.) 2. (αρσ. πληθ.) οἱ ἡλιῶται οι κάτοικοι τού ήλιου 3. θηλ. ἡ ἡλιῶτις ιωνική ονομασία τής αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωτης… …   Dictionary of Greek

  • ἡλιώτης — of the sun masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠελιῶτις — ἡλιώτης of the sun fem nom sg ἠελιῶτις ah! fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιωτῶν — ἡλιώτης of the sun masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιῶτιν — ἡλιώτης of the sun fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιώταις — ἡλιώτης of the sun masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιώτας — ἡλιώτᾱς , ἡλιώτης of the sun masc acc pl ἡλιώτᾱς , ἡλιώτης of the sun masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλιώτις — Αρχαία χώρα της Θεσσαλίας. Βλ. λ. Θεσσαλία. * * * Θεσσαλιῶτις, ώτιδος, ἡ (Α) μια από τις τέσσερεις περιοχές τής Θεσσαλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού αμάρτυρου αρχ. ελλ. τ. *θεσσαλιώτης (< θεσσαλός), πρβλ. ηλιώτης (< ήλιος), στρατιώτης (<… …   Dictionary of Greek

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • απηλιώτης — ἀπηλιώτης, ο (Α) (με ή χωρίς τη λ. άνεμος) ο ανατολικός άνεμος, ο λεβάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ηλιώτης («αυτός που ανήκει στον ήλιο»), με ιωνική ψίλωση] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»