Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἡγεῖσθε

См. также в других словарях:

  • ἡγεῖσθε — ἁγέομαι custom imperf ind mp 2nd pl (attic epic ionic) ἡγέομαι go before imperf ind mid 2nd pl (attic epic) ἡγέομαι go before pres imperat mid 2nd pl (attic epic) ἡγέομαι go before pres opt mid 2nd pl (epic ionic) ἡγέομαι go before pres ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγεῖσθ' — ἡγεῖσθε , ἁγέομαι custom imperf ind mp 2nd pl (attic epic ionic) ἡγεῖσθε , ἡγέομαι go before imperf ind mid 2nd pl (attic epic) ἡγεῖσθε , ἡγέομαι go before pres imperat mid 2nd pl (attic epic) ἡγεῖσθε , ἡγέομαι go before pres opt mid 2nd pl (epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υβρίζω — ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις νεοελλ. 1. βρίζω 2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία») αρχ …   Dictionary of Greek

  • φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… …   Dictionary of Greek

  • БЛАГОЧЕСТИЕ — [греч. εὐσέβεια от εὖ благо и σέβομαι чту, почитаю], внутреннее благоустроение души, основанное на богопочитании и выполнении религ. и нравственных предписаний. Христианство не является единственным носителем традиции Б., представляющего собой… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»