Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠχεῖ

См. также в других словарях:

  • ἠχεῖ — ἠχέω sound pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἠχέω sound pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤχει — ἄγω lead plup ind act 3rd sg (attic epic) ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἠχέω sound pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἤ̱χει , ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχείοις — ἠχεί̱οις , ἠχεῖον drum neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχείου — ἠχεί̱ου , ἠχεῖον drum neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχείων — ἠχεί̱ων , ἠχεῖον drum neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠχείῳ — ἠχεί̱ῳ , ἠχεῖον drum neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρύοπα — εὐρύοπα, ὁ (Α) 1. αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση («εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος») 2. (επίθ. τού Διός) αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευρύοπα απαντά ως προσωνυμία τού τ. Ζην ή Κρονίδην στην αιτιατ., αλλά και στην ονομαστ …   Dictionary of Greek

  • ένηχος — ἔνηχος, ον (AM) [ήχος] (για πρόσ.) γνώστης, έμπειρος, ειδήμων μσν. αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη μνήμη ή στην ακοή, έχει καθαρό ακουστικό ερεθισμό, ο έναυλος αρχ. 1. αυτός που παράγει ήχο, ψίθυρο, φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • δυσηχής — δυσηχής, ές και δύσηχος, ον (AM) 1. αυτός που ηχεί δυσάρεστα ή άσχημα 2. (για μέταλλα) αυτός που ηχεί υπόκωφα 3. δυσάρεστος στην ακοή 4. λυπηρός, θλιβερός …   Dictionary of Greek

  • ισόκτυπος — ἰσόκτυπος, ον (Α) αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ηχεί κάποιος άλλος, αυτός που κτυπά εξίσου ισχυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κτυπος, (< κτύπος) πρβλ. ετερό κτυπος, χαλκό κτυπος] …   Dictionary of Greek

  • ομόηχος — η, ο (ΑΜ ὁμόηχος, ον) αυτός που παράγει τον ίδιο ήχο, αυτός που ηχεί όμοια με κάποιον άλλο αρχ. αυτός που ηχεί μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἦχος (πρβλ. κακό ηχος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»