-
1 ηχεω
дор. ἀχεω (ᾱ)1) греметь, грохотать(ἠχεῖ κάρη Ὀλύμπου Hes.)
2) звенеть, звучать, гудеть(ἤχεσκε (impf.) ὅ χαλκός τῆς ἀσπίδος Her.; τὰ κοῖλα μᾶλλον ἠχεῖ Arst.)
φόρμιγξ ἀχήσειεν Arph. — пусть зазвучит форминга;τὰ χαλκεῖα πληγέντα μακρὸν ἠχεῖ Plat. — медные сосуды, будучи ударены, долго звенят3) издавать, поднимать(κωκυτόν, γόους Soph.)
ἠ. χαλκέον Theocr. — бить в медный кимвал;τίς παρ΄ ὑμῶν ἠχεῖται κτύπος ; Soph. — что означает поднятый вами крик?4) запевать, петь(ὕμνον Aesch.; μέλος Eur.)
См. также в других словарях:
ἠχεῖ — ἠχέω sound pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἠχέω sound pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤχει — ἄγω lead plup ind act 3rd sg (attic epic) ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἠχέω sound pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἤ̱χει , ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχείοις — ἠχεί̱οις , ἠχεῖον drum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχείου — ἠχεί̱ου , ἠχεῖον drum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχείων — ἠχεί̱ων , ἠχεῖον drum neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠχείῳ — ἠχεί̱ῳ , ἠχεῖον drum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύοπα — εὐρύοπα, ὁ (Α) 1. αυτός που ηχεί σε μεγάλη έκταση («εὐρύοπα κέλαδον φθεγγόμενος») 2. (επίθ. τού Διός) αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευρύοπα απαντά ως προσωνυμία τού τ. Ζην ή Κρονίδην στην αιτιατ., αλλά και στην ονομαστ … Dictionary of Greek
ένηχος — ἔνηχος, ον (AM) [ήχος] (για πρόσ.) γνώστης, έμπειρος, ειδήμων μσν. αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη μνήμη ή στην ακοή, έχει καθαρό ακουστικό ερεθισμό, ο έναυλος αρχ. 1. αυτός που παράγει ήχο, ψίθυρο, φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
δυσηχής — δυσηχής, ές και δύσηχος, ον (AM) 1. αυτός που ηχεί δυσάρεστα ή άσχημα 2. (για μέταλλα) αυτός που ηχεί υπόκωφα 3. δυσάρεστος στην ακοή 4. λυπηρός, θλιβερός … Dictionary of Greek
ισόκτυπος — ἰσόκτυπος, ον (Α) αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ηχεί κάποιος άλλος, αυτός που κτυπά εξίσου ισχυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κτυπος, (< κτύπος) πρβλ. ετερό κτυπος, χαλκό κτυπος] … Dictionary of Greek
ομόηχος — η, ο (ΑΜ ὁμόηχος, ον) αυτός που παράγει τον ίδιο ήχο, αυτός που ηχεί όμοια με κάποιον άλλο αρχ. αυτός που ηχεί μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ἦχος (πρβλ. κακό ηχος)] … Dictionary of Greek