Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἠχέτα

См. также в других словарях:

  • ἠχέτα — ἠχέτης clear sounding masc nom sg (epic) ἠχέτᾱ , ἠχέτης clear sounding masc nom/voc/acc dual ἠχέτης clear sounding masc voc sg ἠχέτᾱ , ἠχέτης clear sounding masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηχέτης — ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α) 1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός 2. καλλίφωνος, οξύφωνος 3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.) 4. (ως ουσ. κατά παράλ. τού τέττιξ) ο… …   Dictionary of Greek

  • SCOLYMUS — Graece Σκόλυμος, male cum cinara seu carduo nonnullis confunditur, cinara enim seu cactus aut earduus Graeciae ignotus prorsus. At Scolymum in cibis Oriens et tota Graecia receperat. Plin. l. 22. c. 22. Scolymum quoque in cibis recepit Oriens et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυανόπτερος — κυανόπτερος, ον (Α) (για πτηνά ή έντομα) αυτός που έχει μαύρα φτερά («κυανόπτερος ἠχέτα τέττιξ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πτερόν (πρβλ. κυκνό πτερος, υμενό πτερος)] …   Dictionary of Greek

  • ταναηχέτης — και ποιητ. τ. ταναηχέτα και δ. γρφ. τανυηχέτα, ὁ, Α αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ηχέτης < ταναός* «υψηλός», ενώ ο τ. τανυ ηχέτα < αμάρτυρο επίθ. *τανύς (βλ. λ. τάνυ μαι και τείνω) + ἠχέτης* (< ἠχή/ἠχώ)] …   Dictionary of Greek

  • τηλέφιλον — τὸ, Α φύλλο που φυλάει τη φιλία, φύλλο φυτού ή πέταλο άνθους, πιθανώς τής παπαρούνας, που τό χρησιμοποιούσαν οι ερωτευμένοι για να δοκιμάσουν αν το αγαπημένο πρόσωπο διατηρούσε τα αισθήματά του (α. «τηλεφίλου πλαταγήματος ἠχέτα βόμβος γαστέρα… …   Dictionary of Greek

  • ἠχέται — ἠχέτης clear sounding masc nom/voc pl ἠχέτᾱͅ , ἠχέτης clear sounding masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • u̯ā̆gh-, suā̆ gh- —     u̯ā̆gh , suā̆ gh     English meaning: to cry, sound     Deutsche Übersetzung: ‘schreien, schallen”     Material: Gk. ἠχή, Dor. ἀ̄χά: f. “ clangor, noise”, ἠχώ, οῦς f. “ clangor, sound, tone, Widerhall”, ἦχος (ark. Fᾶχος) m. ds., ἠχέω ‘schalle …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»