-
1 τανυ-ηχέτα
τανυ-ηχέτα, ὁ, v. l. für ταναηχέτα.
-
2 τανυηχέτα
τᾰνυ-ηχέτᾰ, ὁ,A v.l. for ταναηχέτα, Opp.C. 2.144.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανυηχέτα
См. также в других словарях:
ταναηχέτης — και ποιητ. τ. ταναηχέτα και δ. γρφ. τανυηχέτα, ὁ, Α αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα ηχέτης < ταναός* «υψηλός», ενώ ο τ. τανυ ηχέτα < αμάρτυρο επίθ. *τανύς (βλ. λ. τάνυ μαι και τείνω) + ἠχέτης* (< ἠχή/ἠχώ)] … Dictionary of Greek