-
101 Στύμφαλος
Στύμφᾱλος, [dialect] Ion. [suff] στῡλ-ηλος, ἡ, Paus.8.22.2 (also ὁ, Plb.4.68.6, Str.8.8.4):— Stymphalus, a city and mountain of Arcadia, Il.2.608, IG5(2).357.74 (Stymphalus, iii B.C.), etc.:—Adj. [full] Στυμφάλιος [ᾱ], α, ον, ib.94, Pi.O.6.99, etc.; fem. [full] Στυμφᾱλίς, ίδος, A.R.2.1053, Str.8.6.8, 8.8.4; [dialect] Ion. [suff] στῡλ-ηλίς Hdt.6.76.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Στύμφαλος
-
102 τρυφηλός
Aτρυφερός, σάρκες AP7.48
, cf. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).168, Pall.in Hp.2.19D. Adv.- λῶς Jul.Or.6.181d
, Suid. s.v. Συβαριτικαῖς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυφηλός
-
103 φυζηλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυζηλός
-
104 χρυσόηλος
χρῡσό-ηλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόηλος
-
105 ἀεργηλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀεργηλός
-
106 ἀπατηλός
A = ἀπατήλιος, Il.1.526;κόσμος Parm.8.52
;λόγου στόλος Emp.17.26
;δέσποινα X.Oec.1.20
;κακοῦργος καὶ ἀπατηλή Pl.Grg. 465b
;ἀ. λόγος Id.Lg. 892d
;τὸ ἀ. ἐν λόγοις Id.Cra. 407e
;σκιαγραφία ἀ.
producing illusion,Id.
Criti. 107d;στρατηγός App.BC1.112
([comp] Sup.); also, deceptive, opp. γνήσιος, Eus. Mynd.63. Adv.- λῶς Iamb.Myst.3.26
, Poll.9.135.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπατηλός
-
107 ἀργυρόηλος
ἀργῠρό-ηλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρόηλος
-
108 ἀστράβηλος
ἀστρᾰβ-ηλος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστράβηλος
-
109 ἀφηλόω
A detach, in [voice] Pass., Stud.Pal.22.54.16 (ii A.D.);τοῦ σώματος Porph.Abst.1.57
:—hence Subst. [full] ἀφήλωσις, εως, ἡ, Gloss. -
110 ἇλος
-
111 ἐμπηνός
ἐμπηνός· ἧλος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπηνός
-
112 ἐπάλληλος
A one close after another, in close order, φάλαγξ, τάξεις, Plb.2.69.9, 11.11.7;ἄρτοι κατὰ ἓξ ἐ. J.AJ3.6.6
;θυρίδας πέριξ ἐ. D.C.74.10
; γυμνασίαι, φθοραί, κτλ., Ph.2.288, 175, al.; continuous, βοή Hdn.2.7.6;δαπάναι IG7.2712.54
([place name] Acraephia);ἐ. πληγαί
given in quick succession,Alciphr.
3.6.b Gramm., τὸ ἐ. τῶν δύο εὐθειῶν succession, sequence of two nominatives, A.D.Synt.179.13,al.II ἐπαλλήλοιν χεροῖν by one another's hands (Hermann for ἐπ' ἀλλ-), S.Ant.57.2γόμφοι ἐ.
mortised into one another,Longin.
41.3.III Adv. - λως again and again,δι' ὅλου τοῦ ἔτους Dsc.1.115.5
; Rhet., ἐ. ῥῆμα ἐπιτιθέναι repeat (e.g. μικρὸν μικρόν), Alex.Fig.2.2.2ἐ. ἔχειν τὰ ἔμπροσθεν
lean against one another,Ath.
10.456e.3 in alternate succession, Ph.1.397.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπάλληλος
-
113 ἔφηλος
A nailed on or to, Suid.II with a white speck on it, ὸφθαλμός Ael.NA15.18;ὀφθαλμοῖσιν ἔφηλος Call.
Fr.anon. 106; of persons suffering from the complaint, LXX Le.21.20. -
114 ἡλίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλίσκος
-
115 ἡλῖτις
-
116 ἧλ
-
117 ἴψηλος
-
118 ὀμβρηλός
A = -ηρός, Theognost.Can.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμβρηλός
-
119 ὑδρηλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρηλός
-
120 ὑπνηλός
2 like sleep,ὑ. ὁ θάνατος ἐντρέχει Philostr.Im.2.6
: metaph., indolent, Aristid.1.424 J.3 soporific, Philostr.VA8.7.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπνηλός
См. также в других словарях:
ἦλος — barren spot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἧλος — nail head masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek
ἥλοις — ἧλος nail head masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισι — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισιν — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλους — ἧλος nail head masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλῳ — ἧλος nail head masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλε — ἦλος barren spot masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλοι — ἦλος barren spot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)