-
1 ηλος
I.неупотреб. nom. к ἠλε (см.)II.дор. ἇλος ὅ гвоздь(ἧλοι σιδηροῖ καὴ ξύλινοι Xen.; ἧ. προσλαμβάνει τι πρός τι Arst.)
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον Hom. — жезл (Ахилла), усаженный золотыми гвоздями; -
2 ήλος
-
3 ἧλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἧλος
-
4 ήλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ήλος
-
5 ἧλος
гвоздь.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἧλος
-
6 ἦλος
-
7 αλος
-
8 αργυροηλος
-
9 ευθραυστος
-
10 αμφικέφαλος
ος, ον с двумя головками;αμφικέφαλος ήλος — заклёпка
-
11 γυρωτικός
η, ό[ν] заклёпочный;γυρωτικός ήλος — заклёпка
-
12 Αποκαθήλωση
Αποκαθήλωση ηСнятие с креста тела Иисуса Христа:η Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου — Снятие с креста Распятого (чинопоследование, совершаемое в Страстную Пятницу)
Этим.< αποκαθήλωσις < απο- + καθηλόω «пригвождать, приколачивать, прибивать гвоздями» < καθ- + ηλώ < ήλος «гвоздь»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Αποκαθήλωση
-
13 καθήλωση
καθήλωση ηприколачивание гвоздями:Этим.< καθηλώ(-όω) «приколачивать» < καθ-(< κατα-) + ηλώ < ήλος «гвоздь» -
14 2247
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2247
См. также в других словарях:
ἦλος — barren spot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἧλος — nail head masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek
ἥλοις — ἧλος nail head masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισι — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλοισιν — ἧλος nail head masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλους — ἧλος nail head masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλῳ — ἧλος nail head masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλε — ἦλος barren spot masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἦλοι — ἦλος barren spot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)